Βιοκλιματική αρχιτεκτονική: Από τη θεωρία στην πράξη | “αρχιτέκτονες”
γράφει η Ιφιγένεια Θεοδωρίδου
Τα κενά στη συνέργεια αρχιτεκτόνων – κατασκευαστών – αγοράς υλικών
Από τον πρώτο Κανονισμό Θερμομόνωσης Κτηρίων (1979) έως ότου θεσπιστούν οι Τεχνικές Οδηγίες (ΤΟΤΕΕ) του ΚΕΝΑΚ (2010), οι οποίες οδήγησαν στην πλήρη εφαρμογή του, παρήλθαν 31 ολόκληρα χρόνια. Επιπρόσθετα, οι αρχιτέκτονες βρέθηκαν αντιμέτωποι με νέα δεδομένα σχετικά με τις προδιαγραφές που εισήγαγε ο Νέος Οικοδομικός Κανονισμός (ΝΟΚ) για στοιχεία του βιοκλιματικού σχεδιασμού. Το γεγονός αυτό ήταν φυσικό να προκαλέσει «μούδιασμα» τόσο στον κλάδο των μηχανικών όσο και στην αγορά υλικών αλλά και στους κατασκευαστές, με αποτέλεσμα τη μη ομαλή μετάβαση από τη θεωρία στην πράξη.
Είναι επίσης χαρακτηριστικό το άρθρο 25 του ΝΟΚ «Κίνητρα για τη δημιουργία κτηρίων ελάχιστης ενεργειακής κατανάλωσης», το οποίο παροτρύνει τους μηχανικούς να σχεδιάσουν κτήρια χαμηλής πρωτογενούς ενεργειακής κατανάλωσης και υψηλής περιβαλλοντικής απόδοσης, με τη χρήση δυναμικών προσομοιωτικών λογισμικών και λογισμικών περιβαλλοντικής αξιολόγησης, ώστε να κερδίσουν μια προσαύξηση του Σ.Δ. κατά 10%. Παρόμοιες διευκολύνσεις προβλέπονται και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, με τη διαφορά όμως ότι εκεί στόχος είναι η ουσιαστική μείωση του κόστους μελέτης και κατασκευής τέτοιων κτηρίων και όχι απλώς η αύξηση του Σ.Δ. με διάφορα μέσα άμεσης ή έμμεσης χρηματοδότησης (Γερμανία KfW–Effizienzhaus, Μεγάλη Βρετανία 2016 level 5+6 κ.ά.).
Ο βιοκλιματικός σχεδιασμός όμως δεν σταματά στις έννοιες που εισήχθησαν από τον ΝΟΚ. Αφορά πλείστα ακόμα σχεδιαστικά στοιχεία, που απαιτούν πείρα και βαθιά γνώση του αντικειμένου, ώστε να οδηγήσουν στο επιθυμητό αποτέλεσμα. Κι ενώ το γνωστικό αυτό υπόβαθρο υπάρχει, ειδικά σε ό,τι αφορά τη νέα γενιά μηχανικών, το υπολογιστικό εργαλείο που καλείται να χρησιμοποιήσει ο μελετητής (ΤΕΕ ΚΕΝΑΚ) δεν δύναται να ποσοτικοποιήσει σημαντικά στοιχεία της βιοκλιματικής αρχιτεκτονικής, όπως ο παθητικός δροσισμός, η ένταξη ενός αιθρίου με περιοδικά διαφορετική λειτουργία χρήσης, η σκίαση από γύρω δέντρα, το φυτεμένο δώμα, η θερμική άνεση χρηστών κ.ά. Αντιθέτως, η ενεργειακή κλάση του κτηρίου εξαρτάται κυρίως από τα συστήματα θέρμανσης και ψύξης και το είδος καυσίμου και λιγότερο από την ουσιαστική μείωση των φορτίων θέρμανσης και ψύξης μέσω παθητικών συστημάτων. Ως εκ τούτου, ο αρχιτέκτονας συχνά υποχρεούται να προσαρμόσει το σχεδιασμό του σε ένα στενότερο υπολογιστικό πλαίσιο, με αποτέλεσμα να χάσει σε ενεργειακή κατηγορία, παρά το ότι ο σχεδιασμός του υπερτερεί των συμβατικών λύσεων.
Ακόμα κι αν υποθέσουμε ότι ξεπερνάει κανείς το στάδιο της ένταξης του ΝΟΚ στον βιοκλιματικό σχεδιασμό και αυτό της αδειοδότησης, έρχεται στο προσκήνιο το θέμα της υλοποίησης του έργου. Αρχικά προέκυψε το θέμα της μεμονωμένης γκάμας υλικών και τεχνικών λύσεων, καθώς η διαδικασία της πιστοποίησής τους και εναρμόνισης των υλικών σύμφωνα με τα πρότυπα του ΚΕΝΑΚ και των αντίστοιχων ΤΟΤΕΕ καθυστέρησε τις εταιρείες δομικών υλικών αρκετά. Σημαντικό είναι επίσης και το κενό που παρατηρήθηκε στο γνωστικό υπόβαθρο της παρεχόμενης προς τους ενδιαφερόμενους μηχανικούς πληροφόρησης. Εν προκειμένω, η έλλειψη βαθιάς γνώσης της συμπεριφοράς και φύσης των υλικών κατασκευής έγινε αισθητή, με αποτέλεσμα οι μηχανικοί να οδηγούνται συχνά σε τετριμμένες ή ακόμα και λάθος λύσεις κατά το στάδιο υλοποίησης του έργου. Βρέθηκαν δηλαδή και οι δύο πλευρές αντιμέτωπες με νέα δεδομένα και νέα τεχνικά χαρακτηριστικά, ενώ δεν υπήρξε ο επαρκής χρόνος ώστε να ενημερωθούν κατάλληλα για τις προδιαγραφές τους και να εμβαθύνουν στον τρόπο εφαρμογής τους.
Για το λόγο αυτόν οι επιβλέποντες μηχανικοί, αλλά και οι εταιρείες προμήθειας υλικών, δεν ήταν σε θέση να κατευθύνουν τα συνεργεία σε ορθές πρακτικές εφαρμογής των προτεινόμενων τεχνικών λύσεων, όπως η σωστή τοποθέτηση των κουφωμάτων και η εφαρμογή συστημάτων εξωτερικής θερμομόνωσης, η αποφυγή θερμογεφυρών κ.ά. Το γεγονός αυτό έχει ως αποτέλεσμα βλάβες στην κατασκευή, οι οποίες συχνά είναι μόνιμες, και, δυστυχώς, τον βιοκλιματικό σχεδιασμό και τα «πράσινα» κτήρια να αποτελούν την αιχμή του δόρατος και τον αποδιοπομπαίο τράγο για τους πελάτες αλλά και τους ίδιους τους μηχανικούς.
Τέλος, το ζήτημα της κοστολόγησης του έργου και της έλλειψης ενός πλαισίου αναφοράς συχνά οδηγεί τους μηχανικούς, πάντα υπό την ασφυκτική πίεση των πελατών τους για μειωμένο κόστος κατασκευής, σε φτηνότερες επιλογές σε ό,τι αφορά τόσο τα υλικά όσο και τον τρόπο εφαρμογής τους. Το γεγονός αυτό οδηγεί σε προχειρότητες στην κατασκευή και σε σοβαρά λάθη, ως επί το πλείστον μη αναστρέψιμα, που βλάπτουν την εικόνα του βιοκλιματικού κτηρίου.
Συμπεραίνει λοιπόν κανείς ότι πολλές φορές ο μηχανικός δεν διαθέτει τον απαραίτητο υποστηρικτικό μηχανισμό ώστε να εξηγήσει στον πελάτη πως κάποιες επιλογές υλικών και εφαρμογής αυτών μπορεί μεν να κοστίζουν ακριβότερα, τον διασφαλίζουν όμως από μελλοντικά έξοδα και αυξημένο κόστος λειτουργίας του κτηρίου. Συνεπώς, όπως η κατασκευή ενός κτηρίου δεν θα έπρεπε να λαμβάνει χώρα δίχως τον απαραίτητο ενεργειακά αποδοτικό σχεδιασμό, το ίδιο θα έπρεπε να συμβαίνει και με την κοστολόγησή του. Είτε πρόκειται για την πραγματοποίηση μιας προεκτίμησης είτε στην περίπτωση ενός ακριβέστερου προϋπολογισμού, η σωστή προμελέτη και ο σωστός προσχεδιασμός των εξόδων αποτελούν βάση για την ομαλή και οικονομικά ασφαλή πρόοδο των εργασιών.
Για τους ίδιους λόγους, σε χώρες της δυτικής και βόρειας Ευρώπης έχουν δημιουργηθεί λογισμικά (π.χ. το γερμανικό Baukosteninformationszentrum Deutscher Architektenkammern BKI-Kostenplaner) τα οποία συμπληρώνουν την πείρα των μηχανικών και τους υποστηρίζουν στον υπολογισμό εξόδων καθ’ όλη την διάρκεια ενός έργου. Τα λογισμικά αυτά βασίζονται σε «ανοιχτές» βάσεις δεδομένων, οι οποίες με τη σειρά τους ενημερώνονται διαρκώς με στοιχεία που προέρχονται από τις εμπλεκόμενες εταιρείες, από την αγορά δομικών υλικών και το χώρο διαχείρισης ακινήτων, αλλά και από τους ίδιους τους μηχανικούς. Σε συνάρτηση με τις τεχνικές λεπτομέρειες, προσφέρουν πληροφορίες για το κόστος υλικών, τις αμοιβές των εμπλεκόμενων επαγγελματιών σε ένα έργο, τις τιμές ακινήτων έτσι όπως αυτές διαμορφώνονται, καθώς και πολύτιμες στατιστικές με το ακριβές κόστος υλοποιημένων έργων.
Συνεπώς, και με το βλέμμα στο 2018 και την ευρωπαϊκή οδηγία για τα κτήρια μηδενικού ενεργειακού ισοζυγίου (near zero energy buildings), κρίνεται απαραίτητο να επαναπροσδιορίσουν οι μηχανικοί το ρόλο τους, να συνειδητοποιήσουν την αναγκαιότητα ολοκληρωμένων γνώσεων γύρω από τον ενεργειακά αποδοτικό σχεδιασμό ενός κτηρίου, την αγορά υλικών αλλά και τις μεθόδους εφαρμογής τους, αλλά και να απαιτήσουν ένα ολοκληρωμένο πλαίσιο υποστηρικτικών εργαλείων, ώστε να διαφυλάξουν την αξία της εξειδίκευσης και την τεράστια δυναμική ανάτασης του κατασκευαστικού κλάδου που κρύβεται πίσω από την έννοια του «βιοκλιματικού κτηρίου».
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην Περιοδική έκδοση “αρχιτέκτονες”, τεύχος 07, Νοέμβριος 2013