Αρχιτεκτονική

Το τοπίο του δημόσιου χώρου | “αρχιτέκτονες”

γράφει η Μαρία Φραντζή

Δημόσιος χώρος: Ο τόπος

Η παραδοσιακή ιδέα του δημόσιου χώρου είναι συνδεδεμένη με τον χρήστη. Με τις καθημερινές ασχολίες τους και τη συνήθη συμπεριφορά τους, οι χρήστες εξοικειώνονται με το περιβάλλον και καθορίζουν το χώρο. Σήμερα, είναι εντυπωσιακή η αδυναμία της ελληνικής κοινωνίας να κατανοήσει ως κοινό αγαθό τον δημόσιο χώρο. Μιλάμε περί βίας κατά κτηρίων, βίας κατά ανθρώπων και βίας μεταξύ ανθρώπων. Το σημείο τομής του διαλόγου είναι ο τόπος: το πεδίο των συμβάντων και η σημασία του.

Μια πρόχειρη ερμηνεία θα μπορούσε να είναι η πλεγματική σχέση με το κράτος, κατεξοχήν φορέα και εκφραστή του δημόσιου χώρου. Αν, αντί ενός κράτους δικαίου, ο πολίτης αντιλαμβάνεται την πολιτεία ως αυθαίρετη εξουσία, χαλαρώνει η αίσθηση του ανήκειν, μειώνεται ο βαθμός ταύτισης μαζί της. Ο δημόσιος χώρος σε αυτή την περίπτωση δεν αποτελεί κοινή περιουσία ούτε ευθύνη του κοινωνικού συνόλου, δεν έχει καν νόημα: από χώρος κοινός λογίζεται ως χώρος κενός, ο οποίος ανήκει σε κάποιον ανταγωνιστή – και μάλιστα ισχυρό ανταγωνιστή. Η διαχρονική έλλειψη εμπιστοσύνης μεταξύ κράτους και πολίτη κάνει τον τελευταίο να αντιλαμβάνεται τελικά την κοινότητα μέσω της ιδιοποίησης – με καταπατήσεις, αυθαίρετα, εμπρησμούς.

φωτ. Καριοφύλλης Γκροζούδης
φωτ. Καριοφύλλης Γκροζούδης

Δημόσιος χώρος: Το αστικό τοπίο

Οι τεχνολογίες, αν και μας συνδέουν «εικονικά» με τον έξω κόσμο, σταδιακά επαναφέρουν την ανάγκη για κοινωνική ένταξη. Η επανακατάκτηση της κοινωνικής ζωής οφείλει να πριμοδοτηθεί και χωρικά. Να δοθεί ταυτότητα στις αστικές περιοχές μέσα από την κατάλληλη διαχείριση των υποδομών, τη λειτουργική ανάμειξη των χρήσεων, τον εμπνευσμένο συνδυασμό διαφορετικών κλιμάκων και τυπολογιών.

Η κατανόηση των μηχανισμών οικειοποίησης ενός δημόσιου χώρου είναι σε μεγάλο βαθμό επιφανειακή. Η διάκριση των εννοιών τόπος και χώρος είναι σημαντική για τη συνειδητοποίηση αυτών των μηχανισμών. Η περιγραφή του χώρου μπορεί να γίνει με όρους από την τοπολογία και τη γεωμετρία, ενώ η περιγραφή του τόπου απαιτεί συγκεκριμένους όρους της φαινομενολογίας.

Ένας τόπος καθορίζεται από συγκεκριμένα στοιχεία τα οποία σχηματίζουν τα σύνορά του. Οι χώροι συνίστανται από τόπους και ενότητες – συνθέσεις των γεωμετρικών και τοπολογικών χαρακτηριστικών του κάθε τόπου.

Η πολυπλοκότητα των ζητημάτων προγραμματισμού και διαχείρισης του δημόσιου χώρου επιβάλλει τη σφαιρική και συντονισμένη αντιμετώπισή τους στη βάση μιας ολοκληρωμένης πολιτικής για το αστικό τοπίο. Το τοπίο είναι χωρική ενότητα και ζωντανός οργανισμός. Ο οπτικός χαρακτήρας του τοπίου καθορίζεται από τον τρόπο σύνθεσης των προτύπων που αυτό εμπεριέχει, με μια ενιαία αντιμετώπιση στον αστικό και τον περιαστικό χώρο, για να αποφευχθεί η περαιτέρω υποβάθμιση του δημόσιου χώρου.

Η ένταξη των μελετών τοπίου μεγάλης κλίμακας στη διαδικασία αναζήτησης του στόχου της βιώσιμης ανάπτυξης, μέσα από τον ολοκληρωμένο σχεδιασμό, εγγυάται μια δυναμική διαδικασία που διαφυλάσσει τις δομές στη μνήμη του πληθυσμού/χρήστη όχι σαν διακοσμητικά αντικείμενα αλλά σαν πηγές πληροφορίας και έμπνευσης.

Στον ευρωπαϊκό χώρο, ήδη από τη δεκαετία του 1970, εμφανίζονται οι πρώτες προσπάθειες, μέσα από μεγάλης κλίμακας μελέτες/έργα τοπίου, ένταξης των αισθητικών αξιών του τοπίου στον περιβαλλοντικό σχεδιασμό. Είναι η περίοδος του πολυεπιστημονικού περιβαλλοντικού σχεδιασμού, στον οποίο εντάσσονται οι οπτικές αξίες του περιβάλλοντος που μελετάται και οι οπτικές επιπτώσεις των έργων που προτείνονται, ως μεταβλητές που επηρεάζουν τη λήψη αποφάσεων.

Η αρχιτεκτονική αποτελεί πάντα, είτε το κατανοεί είτε όχι, πράξη τοπιακής ένταξης, και με τη θέση της αυτή μπορεί να θεωρηθεί μια από τις σημαντικότερες πρακτικές διαμόρφωσης των τοπίων κατοίκησης των πολιτισμών. Αλλά η αρχιτεκτονική προσφέρει επίσης εργαλεία προσομοίωσης, ποιοτικής και ποσοτικής καταγραφής του τοπιακού σχεδιασμού. Αυτή είναι η καθοριστικότερη τοπιακή συνεισφορά της.

Η ανάλυση της κατάληψης του χώρου από κοινωνική άποψη, συνδυασμένη με τη διερεύνηση των αρχιτεκτονικών και ογκομετρικών χαρακτηριστικών κάθε οικιστικού συνόλου, δημιουργεί συνείδηση των συσχετισμών αυτών των στοιχείων και κατανόηση της δομής και λειτουργίας του χώρου. Με τον τρόπο αυτό κάθε τοπική κοινωνία συνειδητοποιεί τις αλήθειες του τόπου της και η τοπική εξουσία καθορίζει τους όρους που θα επιτρέψουν στον αρχιτέκτονα να αναδράσει με το χώρο δημιουργώντας το αποτύπωμα της σύγχρονης αλήθειας και εξασφαλίζοντας την ιστορική του συνέχεια.

Για τη σφαιρική αντιμετώπιση των υφιστάμενων προβλημάτων των σύγχρονων αστικών κέντρων προωθούνται διεθνώς προγράμματα αστικής ανάπλασης. Αφορούν μεγάλες περιοχές με κοινά χαρακτηριστικά, όπως ιστορικά κέντρα πόλεων, θαλάσσια μέτωπα ή δήμους ολόκληρους. Πρόκειται για μακρόπνοα, πολυετή προγράμματα στα οποία εμπλέκονται δημόσιοι και ιδιωτικοί φορείς, οργανισμοί, η τοπική αυτοδιοίκηση, τοπικές οργανώσεις, σύλλογοι, και κυρίως οι κάτοικοι, με συνεχή ενημέρωση και παρεμβάσεις στις προτάσεις των ειδικών επιστημονικών ομάδων.

Στο πλαίσιο αυτών των προγραμμάτων επιβάλλεται η διεπιστημονική συνεργασία –χωροτάκτες, πολεοδόμοι, αρχιτέκτονες τοπίου, αρχιτέκτονες, οικολόγοι, οικονομολόγοι, καλλιτέχνες κ.ά.–, αφού λαμβάνονται αποφάσεις σε πολλαπλά επίπεδα. Η βιώσιμη διαχείριση του δημόσιου χώρου απαιτεί τη σύνθετη προσέγγιση. Η πληροφορία που παρέχεται όταν επιχειρείται μια ολοκληρωμένη, διεπιστημονική, δυναμική ανάλυση αξιολογείται με απλές ή σύνθετες μεθόδους. Με αυτό τον τρόπο αποκωδικοποιείται η βιώσιμη ανάπτυξη, απαριθμούνται και αναλύονται οι διαστάσεις της και γίνεται επιχειρησιακή η προσέγγισή της.

Γενικεύοντας, στο σχεδιασμό και τη διαχείριση του αστικού τοπίου με μια βιώσιμη προοπτική, το τοπίο – δημόσιος χώρος περιλαμβάνει τρεις ομάδες πληροφορίας:

• τους τοπιο-οικολογικούς παράγοντες

• τους κοινωνικοοικονομικούς και πολιτιστικούς παράγοντες, και

• την οπτική οργάνωση που αντανακλά την επίδραση των δύο προηγούμενων.

Ο πρώτος και ο δεύτερος τύπος πληροφορίας συνδέονται με τη γενική προσπάθεια ένταξης του τοπίου στη διαδικασία του ολοκληρωμένου περιβαλλοντικού σχεδιασμού, ενώ ο τρίτος τύπος πληροφορίας χρησιμοποιείται κύρια για την περιγραφή και ανάλυση των οπτικών του χαρακτηριστικών.

Πλατεία Αριστοτέλους, Θεσσαλονίκη
Πλατεία Αριστοτέλους, Θεσσαλονίκη

Συμπερασματικά

Το στοίχημα είναι οι δημόσιοι χώροι να γίνουν «τόποι» αστικής συνοχής και περιβαλλοντικής ποιότητας μέσω της έμφασης στην περιβαλλοντική προσέγγιση του σχεδιασμού τους. Προσέγγιση που απεγκλωβίζει τη ματιά του αρχιτέκτονα από ιεραρχημένες τυπολογίες (δρόμος, Ο.Τ., δημόσιος χώρος), συνδέει την αστική ανάπλαση με τον αστικό σχεδιασμό και διερευνά νέους αστικούς ρυθμούς μέσα από τη σύγχρονη ματιά α) στα δίκτυα (ροές), άυλα και υλικά (πολυλειτουργικότητα και εντάσεις στο χώρο που οδηγούν στην ταυτότητά του), β) στο τοπίο (επανεξετάζοντας τη σχέση φύσης και πόλης).

Η έννοια του τοπίου είναι που αντιμετωπίζει τον αστικό χώρο σαν ένα φυσικό τοπίο και εμπλουτίζει το σχεδιασμό του δημόσιου χώρου με τη βιωσιμότητα και την περιβαλλοντική ευαισθησία.

Ο ακριβής τύπος της παρέμβασης σ’ έναν δημόσιο χώρο οφείλει να μελετηθεί ολοκληρωμένα και διεπιστημονικά λόγω της αβεβαιότητας στις αξίες των περιβαλλοντικών υπηρεσιών και λόγω του χαρακτήρα του περιβάλλοντος ως «δημόσιου αγαθού» και πόρου «κοινής ιδιοκτησίας» που παρεμβαίνει στην αντιμετώπιση των προβλημάτων. Οι όροι που διατυπώνονται στην επιδίωξη της βιώσιμης ανάπτυξης είναι σε μεγάλο βαθμό προσεγγιστικοί και απαιτούν ένα μηχανισμό διαρκούς δοκιμής και ελέγχου. Ο μηχανισμός αυτός διασφαλίζει τη συνεχή παρατήρηση του περιβαλλοντικού και οικονομικού συστήματος που αποτελεί το σύστημα του δημόσιου χώρου, και τροφοδοτεί με πληροφορία τον έλεγχο της βιωσιμότητας των επιλογών. Η βιώσιμη λοιπόν προσέγγιση στη διαχείριση και ανάπτυξη του χώρου δεν είναι μια στατική, προσδοκώμενη κατάσταση, αλλά μια ευέλικτη διαδικασία αλλαγής.


Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην  Περιοδική έκδοση “αρχιτέκτονες”, τεύχος 06, Οκτώβριος 2013