Θεσσαλονίκη 2013: Στρατηγικές αστικής αναζωογόνησης – Επίμονες αστικές πραγματικότητες | “αρχιτέκτονες”
γράφει η Χάρις Χριστοδούλου
Η προσπάθεια αναζωογόνησης της Θεσσαλονίκης από τον κεντρικό δήμο αντανακλά ένα μεγάλο φάσμα από διαφορετικές σύγχρονες θεωρήσεις και πρακτικές αστικού σχεδιασμού και αστικής διακυβέρνησης. Χαρακτηριστικό στοιχείο είναι ότι το αστικό τοπίο επιχειρείται να αντιμετωπιστεί παράλληλα και συντονισμένα τόσο ως αντικείμενο προς σχεδιασμό αλλά και ως πεδίο συνολικής διαχείρισης.
Οι υιοθετούμενες πρακτικές θέτουν σε προτεραιότητα τα προφανή ζητήματα για μια σύγχρονη ανθρώπινη πόλη, την ανάκτηση του δημόσιου χώρου, τη βιώσιμη κινητικότητα, τη βελτίωση της εικόνας της. Σηματοδοτούν όμως και αλλαγές στις διαδικασίες σχεδιασμού και υλοποίησης των έργων. Πολυάριθμα μικρά έργα λειτουργικού εξωραϊσμού, ευέλικτα σχεδιασμένα, υιοθετούν μια αρχιτεκτονική των ελάχιστων χειρισμών σε διατάξεις και υλικά που ελευθερώνουν τον αστικό χώρο προς όφελος των πεζών. Οι πεζοδρομήσεις και η μετατροπή άσημων πυκνοπαρκαρισμένων οδών σε δρόμους ήπιας κυκλοφορίας με απομάκρυνση της παρόδιας στάθμευσης αλλά και η συστηματική αφαίρεση διαφημιστικών–ενημερωτικών πινακίδων από τις προσόψεις και εγκαταλειμμένων περιπτέρων από τα πεζοδρόμια αξιοποιούν σκοπίμως παραγνωρισμένες αρμοδιότητες από την πλειοψηφία των ΟΤΑ. Ανακουφίζουν την καθημερινή ζωή στο ιστορικό–εμπορικό κέντρο και σημειακά στις περιφερειακές συνοικίες. Για τη Θεσσαλονίκη, με το συγκεκριμένο πληθυσμιακό μέγεθος, όλα αυτά έχουν σημασία για τη συνοχή της και το επίπεδο διαβίωσης ή την υποκειμενική «ευτυχία» των κατοίκων της, σήμερα αλλά και μακροπρόθεσμα. Στις συνεκτικές περιοχές, κεντρικές και μη, η κατοικία διατηρείται ακόμη ως σθεναρή χρήση, και μάλιστα χαρακτηρίζεται από ανάμειξη κοινωνικών ομάδων και εθνοτικών χαρακτήρων, ακόμη και σε περιοχές υψηλής αξίας όπως η ζώνη της παραλίας. Η ζωή και η ελεύθερη περιήγηση στην πόλη παρά τη νέα πραγματικότητα των κλειστών εμπορικών καταστημάτων και την ανησυχητική αύξηση των αστέγων βαίνει σε μεγάλο βαθμό φυσιολογική σε σχέση με τα όσα συμβαίνουν στην Αθήνα.
Ιδέες και αντιλήψεις για τις στρατηγικές αστικής αναζωογόνησης που εφαρμόζονται αντλούνται από το μοντέλο της επιχειρηματικής πόλης και του μάρκετινγκ των τόπων, κυρίως μέσα από την τουριστική προώθηση της πόλης και την προσπάθεια ανάληψης εκδηλώσεων διεθνούς απήχησης, αλλά και την προβολή της φυσιογνωμίας του δημάρχου σε τοπικό και διεθνές επίπεδο. Οι επιλογές αυτές εξισορροπούνται από ένα πλέγμα δράσεων που εμπνέεται και προωθείται από τη θετική ένταξη της δυναμικής των ανθρώπων της πόλης, των κατοίκων, των τοπικών πρωτοβουλιών και κοινοτήτων σε ένα συνεργατικό και συλλογικό σχέδιο. Είναι αυτή η κατεύθυνση ενθάρρυνσης της κινητοποίησης μικρής ή μεγαλύτερης εμβέλειας που βάζει με κοσμοπολίτικο τρόπο τη Θεσσαλονίκη στο χάρτη και στην πρωτοπορία των δήμων του κόσμου. Πολλές από τις υλοποιούμενες παρεμβάσεις αποτελούν ιδέες και προτάσεις από μεμονωμένους πολίτες και κοινότητες ή τοπικές πρωτοβουλίες, και συνεργασίες με άλλους τοπικούς φορείς. Οι εθελοντές/εθελόντριες που χωροθέτησαν στην οδό Τσιμισκή τα συμβατικά κατά τα άλλα καθιστικά τα οποία ανασύρθηκαν από τα άχρηστα των αποθηκών, η ομάδα εθελοντισμού «Θεσσαλονίκη 2012» που ανέλαβε τη δημιουργική συντήρηση των στάσεων των λεωφορείων, η προκήρυξη εύστοχων αρχιτεκτονικών διαγωνισμών, αλλά και η πειραματική και διεκδικητική πεζοδρόμηση του άξονα Αγίας Σοφίας ως μείζονος δημόσιου χώρου της πόλης, η ενίσχυση γεγονότων σύγχρονης δημιουργικής αστικότητας, η ενεργή υποστήριξη της πλατφόρμας για τη μη ιδιωτικοποίηση του νερού της πόλης, η προσφυγή κατά της μεταφοράς των αρχαίων της οδού Βενιζέλου από το μετρό, η συμβολική ανακίνηση της μνήμης για το πολυπολιτισμικό παρελθόν της πόλης είναι μόνο μερικά παραδείγματα που κατ’ αρχήν προκαλούν συζητήσεις για τον ίδιο το ρόλο της τοπικής αυτοδιοίκησης και των κατοίκων στη συγκρότηση της σύγχρονης ζωντανής φυσιογνωμίας της πόλης.
Ολόκληρη αυτή η προσπάθεια μπορεί να ιδωθεί αφοριστικά ως «σχέδιο της μεσαίας τάξης ή του εταιρικού κεφαλαίου». Όμως το επιχείρημα, αν και κατανοητό, φαντάζει ρηχό και συνιστά απλοϊκή μεταφορά σχημάτων από τη διεθνή εμπειρία στον δικό μας ζωτικό αστικό χώρο. Ευτυχώς, η Θεσσαλονίκη είναι μια περιφερειακή στο παγκόσμιο και εθνικό οικονομικό και πολιτικό σύστημα πόλη, και γι’ αυτό μπορεί να δομήσει ευκολότερα μια κοσμοπολίτικη εξωστρεφή και πραγματιστική προσέγγιση των ζητημάτων αστικού σχεδιασμού και διαχείρισης με αναδράσεις «από τα κάτω» και πιέσεις «προς τα πάνω». Μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι το παράδειγμα της Θεσσαλονίκης συνιστά δυναμική αναπλήρωση του γνωστού συμβατικού προβληματικού προτύπου κυβέρνησης – τοπικής αυτοδιοίκησης, κυρίαρχου στη χώρας μας, το οποίο χαρακτηρίζεται από ένα κουβάρι δράσεων ηγεμονικών φορέων σε ανταγωνισμό μεταξύ τους (τα υπουργεία και οι υπουργοί, η αποκεντρωμένη διοίκηση και οι περιφερειάρχες, οι δήμοι και οι δήμαρχοι, οι διάφορες τοπικές και μη συντεχνίες). Ένα κουβάρι δράσεων που συντηρούν επίμονα συγκεκριμένες αστικές πραγματικότητες με χαρακτηριστικά σημάδια στο χώρο, λ.χ. την έρπουσα κερδοσκοπία των πεζοδρομίων και των πλατειών, τον ανεξέλεγκτο εξευγενισμό ιστορικών περιοχών, τη διατηρούμενη εκτός σχεδίου δόμηση, την αποδοχή της μη δεσμευτικότητας των εντός σχεδίου θεσμοθετημένων προγραμματικών χρήσεων γης, τις επάλληλες νομιμοποιήσεις των αντικοινωνικών υπερβάσεων στη δόμηση, εις βάρος τελικά του δημόσιου συμφέροντος.
Η προσπάθεια αναζωογόνησης της Θεσσαλονίκης εδράζεται σε έναν νέο πραγματισμό πολλαπλών δρώντων υποκειμένων που δοκιμάζει πρακτικές στο πεδίο του αστικού σχεδιασμού σε κατευθύνσεις που έως τώρα ήταν έξω από την αντίληψή μας. Εξάλλου, η εμπνευσμένη αρχιτεκτονική από μόνη της είχε πάντα προβλήματα θετικής ενσωμάτωσης στις ελληνικές αστικές πραγματικότητες. Το παράδειγμα της Θεσσαλονίκης μάς παροτρύνει να αποδεχτούμε και να σκεφτούμε εποικοδομητικά ότι δεν υπάρχει στη χώρα ένα ανεπτυγμένο πρότυπο ή «κουλτούρα» αστικού σχεδιασμού σε όλο το εύρος του πεδίου ούτε από πλευράς των ειδικών επαγγελματιών επιστημόνων του χώρου (αρχιτεκτόνων, πολεοδόμων, μηχανικών) ούτε από πλευράς φορέων αρμόδιων για τη λήψη αποφάσεων και την υλοποίηση αστικών έργων και παρεμβάσεων, αλλά ούτε και από πλευράς επενδυτών. Επίσης, ότι είναι επιτακτικό σήμερα να σκεφτούμε την εύθραυστη σχέση ανάμεσα στις καλοπροαίρετες προθέσεις αστικής αναζωογόνησης και τα αποτελέσματά τους στον υλικό και κοινωνικό–οικονομικό ιστό της πόλης. Να ενεργοποιηθούμε κοπιαστικά πέρα από τη μορφή και τα γενικά σχέδια γοητευτικών ιδεών, στο πώς σχεδιάζονται στις λεπτομέρειές τους, πώς υλοποιούνται, πώς κατασκευάζονται, πώς κατοικούνται, σε ποιους απευθύνονται και ποιους εντάσσουν, ποιος και πώς τα διαχειρίζεται, διαρκώς. Σε αυτό το πλαίσιο, οι ρόλοι για εμάς τους αρχιτέκτονες είναι πολλοί και ποικίλοι.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην Περιοδική έκδοση “αρχιτέκτονες”, τεύχος 06, Οκτώβριος 2013