Ο αρχιτέκτονας ως αρχειοθέτης | “αρχιτέκτονες”
Walter Benjamin, The Arcades Project (das Passagenwerk), New York: Belknap Press, 2002
Γράφει η Αφροδίτη Μαραγκού
Τα πάντα σήμερα αντιμετωπίζονται με όρους αρχείου: κατοικίες, πόλεις, εικόνες, βιβλιοθήκες, ευρετηριακές καταγραφές, στατιστικά στοιχεία, απογραφικά δελτία, χαρτογραφήσεις, κατάλογοι υλικών και οικοσκευών, οδηγοί αγοράς, blogs, συμπυκνώσεις δεδομένων, συστήματα επιτήρησης, μονάδες αποθήκευσης κ.ά. Σε αυτά εντοπίζονται ορισμένα από τα βασικά χαρακτηριστικά της τριπλής προϋπόθεσης και της λειτουργίας του αρχείου, όπως την περιέγραψε ο Jacques Derrida. Δηλαδή, διαθέτουν έναν τόπο του αρχειακού υλικού (τον προνομιακό χώρο, ή την κατοικία, εκείνου που «άρχει»), μια ερμηνεία και μια συλλογή [1].
Το ενδιαφέρον των ιστορικών τέχνης και διανοητών για τη σύνδεση του αρχείου με την τέχνη και την πολιτιστική παραγωγή συνδέθηκε με την ιστορία του μοντερνισμού και της ιστορικής πρωτοπορίας. Χαρακτηριστικά και πιο εμβληματικά είναι τα γραπτά και τα εγχειρήματα του Aby Warburg και πολύ περισσότερο του Walter Benjamin. Το ενδιαφέρον του Benjamin για τα αντικείμενα και τα αρχεία έχει μια μοντερνιστική προοπτική που συνδέεται με την ανάπτυξη των βιομηχανικών κοινωνιών και τις μεγαλουπόλεις. Ο Benjamin βάσισε τη μελέτη του σχετικά με τη φυσιογνωμία της βιομηχανικής κοινωνίας σε ένα αρχειακό έργο, το εμβληματικό Passagenwerk, κάνοντας την αρχειακή μέθοδο ταυτόσημη με την ερμηνευτική μέθοδο του μοντερνισμού. Ο Benjamin, μέσω των αρχειακών πρακτικών της συλλογής, της αντιπαράθεσης, της ταξινόμησης σύστησε ένα «λογοτεχνικό μοντάζ», όπως το ονόμαζε ο ίδιος. Επιχείρησε μια κατανόηση σχετικά με την κατασκευή των ιστορικών αντικειμένων, η οποία περικλείει τη «διαμεσολάβηση της φαντασίας του συγγραφέα», που βρισκόταν πάντα πέραν ενός σαφούς αφηγηματικού σχηματισμού.
Προς ανάλογη κατεύθυνση κινείται και ο Άτλαντας της Μνήμης του Warburg, μια ιστορία τέχνης χωρίς λόγια, ένας άτλαντας που αποτελούνταν από 60 πίνακες με πάνω από 1.000 φωτογραφίες. Ο Warburg επιχείρησε, με τη δημιουργική παράθεση αναπαραγόμενων εικόνων, να διαμορφώσει ένα μοντέλο έκφρασης της συλλογικής μνήμης, ένα αρχείο φωτογραφικών αναπαραγωγών που είχαν συλλεχθεί συστηματικά και συγκριτικά, και το οποίο είχε σκοπό να παρουσιάσει ένα ευρύ φάσμα βιωμάτων και εικονιστικών συμβάσεων (μορφές πάθους), όπως αναπαρίστανται στα έργα της αρχαιότητας και μέχρι τους πίνακες της Αναγέννησης. Το αρχείο του Warburg συγκροτείται κι αυτό βασισμένο στη μοντερνιστική πεποίθηση για τη χειραφετική δύναμη της «μηχανικής αναπαραγωγής».
Στη σημερινή ελληνική πραγματικότητα, αυτές οι αρχειακές καταγραφές μετατοπίζονται στο πλαίσιο της αρχιτεκτονικής πρακτικής μετασχηματίζοντας τον αρχιτέκτονα από δημιουργό του χώρου σε αρχειοθέτη αυτού. Πολλοί αρχιτέκτονες και καλλιτέχνες αντλούν σήμερα έμπνευση από τη συλλεκτική πρακτική αντικειμένων, ιχνών στο χώρο, τεκμηρίων, μαρτυριών κ.ά., με σκοπό την παραγωγή μιας χωρικής αφήγησης. Η έμφυτη αλλά και επιτακτική ανάγκη του αρχιτέκτονα να αναγνώσει, να χαρτογραφήσει και να κατανοήσει το χώρο τον παρακινεί να αναλάβει το ρόλο του ερευνητή-ντετέκτιβ προκειμένου να συντάξει αρχεία και αφηγήσεις ικανά να στοιχειοθετήσουν και να ερμηνεύσουν χώρους. Από τις σύγχρονες κατασκευές των μητροπολιτικών πόλεων μέχρι τα τοπία ερειπίων του περιαστικού τοπίου, ο αρχιτέκτονας-αρχειοθέτης συλλέγει τεκμήρια, ευρήματα και ίχνη με σκοπό τη σύνταξη ενός τοπολογικού αρχείου, που θα αποτελέσει μηχανισμό ενεργοποίησης των συγκεκριμένων τόπων στη δημόσια σφαίρα. Η διαδικασία της αρχειοθέτησης, ως ένας σύγχρονος ρόλος τουαρχιτέκτονα, τον οδηγεί στη συγκρότηση ενός συστήματος διάταξης, ενός μηχανισμού παραγωγής ερμηνειών του χώρου, του τοπίου, της πόλης. Ένας μηχανισμός που σαν «κάνναβος ερμηνείας» δημιουργεί τις προϋποθέσεις για τη συμμ ετοχή τόσο των αντικειμένων των ερευνών (τόποι και ομάδες που δρουν εκεί) όσο και των υποκειμένων, δηλαδή των ίδιων των αρχειοθετών. Η πρακτική του αρχείου ως ενόρμηση και απασχόληση του αρχιτέκτονα θα μπορούσαμε να πούμε ότι τον καθιστά μέρος ενός ευρύτερου συνόλου αφηγήσεων και ερμηνειών, ικανού για την ενεργοποίηση τόπων και πρακτικών. Αναλύοντας και ερευνώντας έναν τόπο ως αρχείο, ο αρχιτέκτονας έρχεται αντιμέτωπος και καλείται να αναγνώσει έννοιες που καθιστούν αυτόν τον τόπο σημαίνοντα. Η σχολαστική συγκρότηση και αντιπαραβολή στοιχείων και τεκμηρίων, δεν ανάγεται μόνο στην «εμπειρία της μνήμης»[2] Μέσω του αρχείου ο αρχιτέκτονας-αρχειοθέτης αναζητεί στην αρχή αυτής της εμπειρίας το «εξουσιαστικό σημείο»,[3]τις τάσεις, τις αντιφάσεις και τις δομές που δεν είναι μόνο τεχνικές αλλά πρωτίστως πολιτικές. Έτσι, ο χώρος, το τοπίο και η πόλη ως αρχείο δεν αποτελούν μια αυτόνομη οντότητα, αλλά συνδέονται με τα θεσμικά χαρακτηριστικά μιας δομής. Ο αρχιτέκτονας ως αρχειοθέτης επιζητά την ανάδειξη αυτών των χαρακτηριστικών, μέσω της οποίας το εκάστοτε αρχείο του θα αποτελέσει το εκφέρον προκειμένου να κατανοήσουμε την ουσία των χώρων. Παράλληλα όμως το αρχείο των χώρου είναι ανοικτό, εκτεθειμένο σε κάθε είδους ερμηνεία. Κατ’ αντιστοιχία με τα υποκείμενα που το ορίζουν, τα αρχεία συνιστούν αποτέλεσμα των δομών. Τα αρχεία, ως «ίχνη», έχουν την ατέρμονη ικανότητα να επαναλαμβάνονται σε νέα συγκείμενα, και κάθε νέο συγκείμενο οδηγεί στη συνάρθρωση νέων νοημάτων. Ο αρχιτέκτονας λοιπόν, μέσω του αρχειακού μηχανισμού του χώρου που παράγει, καλείται να πάρει πέραν των άλλων και θέση μέσα στην αφήγηση που ιδρύει. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, ο ρόλος του ως αρχειοθέτη συμβάλλει στην όξυνση της κριτικής ικανότητας και στάσης απέναντι στις χωρικές, κοινωνικές και πολιτικές συνιστώσες που απαρτίζουν τη σύγχρονη πραγματικότητα.
Σημειώσεις
1. Jacques Derrida, Η έννοια του αρχείου, μετάφραση Κωστής Παπαγιώργης,
Εκκρεμές, 1996.
2. Στο ίδιο, σελ. 11.
3. Στο ίδιο, σελ. 12.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην Περιοδική έκδοση “αρχιτέκτονες”, τεύχος 16, Οκτώβριος 2015