Να ξανασκεφτούμε (Re-think) την Αθήνα*
γράφει ο Τάσης Παπαϊωάννου
Είναι γνωστό ότι μια από τις πιο σημαντικές πολιτισμικές παραμέτρους μιας κοινωνίας είναι η αρχιτεκτονική. Εκφράζει μέσω του κτισμένου περιβάλλοντος τον τρόπο ζωής, τα ήθη και τα έθιμα, τα πρότυπα που επικρατούν σε κάθε ιστορική συγκυρία, δίνει με άλλα λόγια ασφαλείς πληροφορίες για το ποιοι πραγματικά είμαστε. Οι δρόμοι, οι πλατείες, τα πάρκα, τα κτήρια, οι πόλεις μας δεν είναι τίποτε περισσότερο και τίποτε λιγότερο από την έκφραση της κυρίαρχης ιδεολογίας κάθε εποχής, εντέλει έκφραση του πολιτισμού μας.
Σήμερα πλέον όλοι έχουμε συνειδητοποιήσει ότι οι πόλεις μας αντιμετωπίζουν σοβαρότατα προβλήματα. Οι φτωχογειτονιές πληθαίνουν με γεωμετρική πρόοδο, η έλλειψη ελεύθερων χώρων και πρασίνου δημιουργούν ένα ασφυκτικό περιβάλλον, η υποβάθμιση και η εγκατάλειψη των δημόσιων χώρων έχει φτάσει στο απροχώρητο. Η αυθαίρετη δόμηση όχι μόνο δεν υποχώρησε, αλλά συνεχίζει ακάθεκτη, αφού για άλλη μια φορά επιβραβεύεται πανηγυρικά με την «τακτοποίηση» και «νομιμοποίηση» όλων των παρανομιών του παρελθόντος.
Στο παγκοσμιοποιημένο και εξαιρετικά ανταγωνιστικό περιβάλλον, οι νεοελληνικές πόλεις ψάχνουν να βρουν τη νέα αστική τους ταυτότητα. Η Αθήνα, ως μεγαλούπολη, υφίσταται εντονότερα στο σώμα της τις συγκλονιστικές αλλαγές που συμβαίνουν τελευταία. Ολόκληρες περιοχές αλλάζουν χαρακτήρα μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα, όχι τόσο όσον αφορά το κτισμένο τους κέλυφος –που σε πολλές περιπτώσεις μένει αναλλοίωτο– αλλά σε σχέση με την κοινωνική τους διαστρωμάτωση και τα ταξικά τους χαρακτηριστικά. Γεγονότα και καταστάσεις που επιβεβαιώνουν στην πιο ακραία και άγρια μορφή τους πως η πόλη ήταν, είναι και θα συνεχίσει να είναι ένας δυναμικά εξελισσόμενος ζωντανός οργανισμός.
Η πλήρης απουσία ουσιαστικού διαλόγου ανάμεσα στην πολιτεία και τους επιστημονικούς φορείς, αλλά και τους απλούς πολίτες, για τα προβλήματα της πόλης είναι περισσότερο από ποτέ εμφανής. Η ανυπαρξία αρχιτεκτονικών διαγωνισμών τις τελευταίες δεκαετίες, για πολύ σημαντικά αρχιτεκτονικά έργα (με αποκορύφωμα τους Ολυμπιακούς Αγώνες, όπου όλοι ενεπλάκησαν εκτός από την αρχιτεκτονική), κάνει σήμερα τους λιγοστούς διαγωνισμούς που προκηρύσσονται να φαντάζουν σαν άλλοθι για την πλήρη απαξίωση της αρχιτεκτονικής όλα αυτά τα χρόνια από τις εκάστοτε κυβερνήσεις, προκειμένου να κρατηθούν στοιχειωδώς τα προσχήματα. Αλλά όπως συμβαίνει κατά κανόνα στη χώρα μας, όλα τα μείζονα προβλήματα έχουν προαποφασιστεί, ενώ η συζήτηση διεξάγεται πάντοτε εκ των υστέρων και εστιάζεται μόνο στις λεπτομέρειες.
Το τελευταίο διάστημα οι προβολείς της δημοσιότητας πέφτουν με περισσή σπουδή πάνω σε διάφορες ενέργειες της πολιτείας, αλλά και ιδιωτικών φορέων, οι οποίες στοχεύουν σε επιλεκτικές αναπλάσεις κεντρικών περιοχών της πρωτεύουσας. Ανακοινώθηκαν μάλιστα και αποφάσεις για πεζοδρομήσεις κεντρικών δρόμων, ενώ κάθε τόσο πληροφορούμαστε διάφορες προτάσεις για την «εκμετάλλευση» μεγάλων κενών χώρων, όπως το πρώην αεροδρόμιο Ελληνικού, η ευρύτερη περιοχή του Βοτανικού, το Μεταξουργείο κ.λπ. Μια κινητικότητα αντιστρόφως ανάλογη με την πολυσυζητημένη οικονομική κρίση των ημερών μας, ή μήπως –κάτω από μιαν άλλη ανάγνωση– ακριβώς λόγω αυτής;
Το ότι χρειάζονται σοβαρές παρεμβάσεις στον ιστό της πόλης είναι αυτονόητο. Κάθε «αναβάθμιση» όμως και κάθε «εξωραϊσμός» ζητούν προηγουμένως απαντήσεις σε μια σειρά από κρίσιμα ερωτήματα, όπως: Ποιος και γιατί αποφασίζει να αλλάξει το χαρακτήρα μιας περιοχής και προς ποια κατεύθυνση; Τι προβλήματα εντοπίζει και πώς έρχεται να τα διευθετήσει; Σε ποια τμήματα της κοινωνίας αναφέρεται; Για παράδειγμα, αντί της περιλάλητης πεζοδρόμησης της Πανεπιστημίου, δεν θα πρόσφερε πολύ περισσότερα στην πόλη η διάχυση μικρότερων επεμβάσεων στις διάφορες υποβαθμισμένες γειτονιές της; Τι πραγματικά μας ενδιαφέρει, να καθαρίσει το κέντρο, η βιτρίνα, ενώ πιο πίσω επικρατεί το χάος; Γιατί κάθε επέμβαση πάνω στο σώμα της πόλης έχει και τις ανάλογες παρενέργειες. Ιδιαίτερα μάλιστα σε περιόδους κρίσης σαν τη σημερινή, κάθε ανάλογη απόφαση αποκτά πέρα από την οικονομική διάσταση (π.χ. διοχέτευση ελάχιστων πόρων) και ισχυρό συμβολικό περιεχόμενο.
Η Αθήνα έχει ανάγκη να ξαναβρεί τόπους με χώμα, φυσικό περιβάλλον, και όχι καινούριες τσιμεντοστρώσεις. Δημιουργία, δηλαδή, χώρων «αναπνοής» στις πυκνοκατοικημένες γειτονιές της. Κυρίως όμως νέες λειτουργίες που θα τονώσουν τα απονεκρωμένα σημεία, με άλλα λόγια, ζωή! Το να στρέφουμε συνεπώς με τόση σπουδή τα φώτα της δημοσιότητας σε διαγωνισμούς σαν της «Πανεπιστημίου» μην τυχόν σημαίνει πως θα μείνουν για άλλη μια φορά στη σκιά οι περιοχές που αντιμετωπίζουν μείζονα προβλήματα; Μοιάζει με την επέμβαση ενός αισθητικού για τον καλλωπισμό του προσώπου ενός ασθενή την ίδια ώρα που αυτός υποφέρει από μια βαρύτατη ασθένεια. Η αρχιτεκτονική μπορεί να επιλύει προβλήματα στον τομέα της. Όμως τα κοινωνικά προβλήματα, όπως η ερήμωση και η εγκατάλειψη περιοχών, η αυξανόμενη παραβατικότητα, η διάλυση του κοινωνικού ιστού και τόσα άλλα, είναι αδύνατον να αντιμετωπιστούν μόνο με την αρχιτεκτονική.
Όλοι μπορούμε να υποθέσουμε πως το γεγονός ότι κλείνει το ένα κατάστημα μετά το άλλο, ότι νεκρώνουν περιοχές που πριν από λίγο έσφυζαν από ζωή δεν εξαρτάται από την αρχιτεκτονική ποιότητα των κτηρίων ή το είδος της πλακόστρωσης των πεζοδρομίων τους. Μέσα στην εκρηκτική και άναρχη μεταμόρφωση του κοινωνικού ιστού της πόλης, κάθε απόφαση ανάπλασης, κάθε πρόταση σχεδιασμού είναι πρωτίστως πρόταση πολιτική! Ας μη χρησιμοποιούμε, λοιπόν, την αρχιτεκτονική ως μανδύα για να καλύψουμε εκείνους που παίρνουν τις πολιτικές αποφάσεις και είναι οι μόνοι υπεύθυνοι γι’ αυτές.
Γιατί, πριν τραβήξει ο αρχιτέκτων την όποια μολυβιά, πρέπει να έχει προηγουμένως συντεθεί η ιδεολογική κατεύθυνση της ανάπλασης, αφού κάθε επέμβαση στον ζωντανό ιστό της πόλης έχει μεγάλες επιπτώσεις στο κτισμένο περιβάλλον και στη ζωή των ανθρώπων. Η πόλη δεν μπορεί να εκλαμβάνεται (ιδίως από εμάς τους αρχιτέκτονες) ως το ουδέτερο φόντο, ο «καμβάς» πάνω στον οποίο στήνονται οι εντυπωσιακές avant guard δημιουργίες μας, αδιαφορώντας για τα πραγματικά και πολυσύνθετα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι κάτοικοί της. Απαιτούν έναν συνολικό σχεδιασμό, ένα όραμα που θα αφορά το σύνολο της πόλης, και κυρίως πολιτική βούληση προκειμένου αυτό το σχέδιο να υλοποιηθεί με τη συναίνεση των κατοίκων χωρίς «εκπτώσεις». Για να κατοικηθεί ξανά ο δημόσιος χώρος της πόλης, πρέπει οι πολίτες της να αισθάνονται οικεία σε αυτόν και φυσικά να αλλάξουν συμπεριφορές και νοοτροπίες. Η αποτροπή του κοινωνικού αποκλεισμού ομάδων ανάλογα με το χρώμα, το φύλο, την οικονομική κατάσταση ή τις θρησκευτικές και ιδεολογικές πεποιθήσεις θα έπρεπε να είναι το πρώτο συλλογικό μέλημα, αν πραγματικά επιθυμούμε η κοινωνία μας να είναι δημοκρατική, αλληλέγγυα και να μην επιτρέπει τη δημιουργία γκέτο διαμελίζοντας το ενιαίο σώμα της πόλης σε ασύνδετα μεταξύ τους κομμάτια, κονιορτοποιώντας παράλληλα τον κοινωνικό ιστό.
Έτσι, σήμερα, όλη αυτή η επικοινωνιακή γιορτή, με σύσσωμη μάλιστα την ηγεσία του τόπου να τρέχει να συμμετάσχει, μας βάζει σε σκέψεις! Μην τυχόν την αρχιτεκτονική την ξεθάβουμε μόνον όταν την έχουμε ανάγκη ή θέλουμε να την έχουμε στην υπηρεσία μας; Πρέπει, λοιπόν, να ξανασκεφτούμε σοβαρά τα καίρια προβλήματα της πόλης μας, αν θέλουμε επί της ουσίας να βρούμε λύσεις που να επιλύουν υπαρκτά και όχι εικονικά προβλήματα. Και να μην ξεχνάμε πως η πόλη είναι πρώτα και πριν από όλα οι κάτοικοί της. Όλοι όσοι κατοικούν, ζουν και αναπνέουν σ’ αυτήν. Άλλωστε, γι’ αυτούς δεν γίνονται όλες αυτές οι αναπλάσεις; Ή μήπως όχι;
(*) Τμήμα του κειμένου έχει δημοσιευτεί στην Εφημερίδα των Συντακτών
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην Περιοδική Έκδοση, τεύχος 03, Ιούνιος 2013