Κοινωνικές κατοικίες για ηλικιωμένους | “αρχιτέκτονες”
αρχιτέκτονες Eduard Bru, Neus Lacomba, Victor Setoain
Το συγκρότημα κοινωνικών κατοικιών για ηλικιωμένους που σχεδίασε το αρχιτεκτονικό γραφείο BLS (Bru-Lacomba-Setoain) βρίσκεται στην περιοχή Ciutat Vella, στο ιστορικό κέντρο της Βαρκελώνης. Για την ακρίβεια, στην πλατεία Folch i Torres. Το συμπαγές αυτό κτήριο περιλαμβάνει 96 κατοικίες που παραχωρούνται στους ηλικιωμένους, 31 επιδοτούμενες κατοικίες, 5 καταστήματα και 2 χώρους για τις κοινωνικές ανάγκες των ηλικιωμένων κατοίκων και των συνομηλίκων τους της ευρύτερης γειτονιάς. Η συνολική επιφάνεια είναι 4276 τ.μ. και η κάθε κατοικία έχει εμβαδόν 40-56 τ.μ.
Σύμφωνα με την κριτική αρχιτεκτονικής του καθηγητή Xavier Montey (στην εφημερίδα El Pais) για το συγκεκριμένο αρχιτεκτονικό έργο, εκτιμάται ότι είναι ένα κτήριο που «έχει ερμηνεύσει αυτό που το περιβάλλει», θεωρώντας ότι κάποιες από τις σχεδιαστικές αποφάσεις, σχετικές με την συγκρότηση του όγκου, «είναι η έκφραση μιας αξιόλογης αστικής διαίσθησης». Και πράγματι, η σημαντικότερη συμβολή της κτηρίου αυτού είναι η παρέμβαση στον αστικό χώρο της πόλης. Η ανάγκη κάλυψης του ενός ορίου της ιστορικής αυτής πλατείας οδήγησε τους αρχιτέκτονες να επεξεργαστούν την πρότασή τους ως ένα κτήριο-φόντο, πάνω στο οποίο θα «εγγραφόταν» η αστική δραστηριότητα μιας κεντρικής πλατείας. Η πλατεία αποκτά ξανά σαφή όρια, αναγκαία για την αστική υπόστασή της.
Η υποχώρηση της όψης του κτηρίου προς το εσωτερικό του δοθέντος οικοπέδου επί της οδού Lleialtat επιτρέπει στις απέναντι παλιότερες πολυκατοικίες να αναπνεύσουν και να επωφεληθούν με φως και αέρα που αλλιώς δεν θα το επέτρεπε ο συγκεκριμένος στενός δρόμος. Επί της πλατείας, ο όγκος σπάει καθ’ ύψος, με υποχώρηση των τεσσάρων ψηλότερων ορόφων, έτσι ώστε η όψη (του χαμηλότερου όγκου) να έχει το ίδιο ύψος με τα περιμετρικά κτήρια της πλατείας. Η πιο αποφασιστική διαχείριση του όγκου πραγματοποιείται στην όψη του κτηρίου επί της πλατείας, στην οδό Reina Amalia, δίπλα στο γειτονικό σχολείο, λαμβάνοντας υπόψη την όψη του σχολείου και συγκροτώντας μια συνέχεια με αυτό. Αυτό το ενδιαφέρον για το τι περιβάλλει το κτήριο (που σε μεγάλο βαθμό καθόρισε το σχεδιασμό του) γίνεται εμφανέστερο όταν αντιλαμβανόμαστε ότι το κτήριο συνεχίζει επί της οδού Reina Amalia. Οι αρχιτέκτονες αποφασίζουν η προέκταση αυτή να μην είναι συνέχεια του κυρίως όγκου (διατηρώντας την επιβολή της ισχυρής όψης του) αλλά να το σπάσουν σε έναν μικρότερο όγκο, καλύτερα ενταγμένο στις εκεί παλιές πολυκατοικίες. Αυτή η απόφαση προσφέρει μια ενδιαφέρουσα αστική γωνία. Τα παραπάνω είναι μερικές μόνο αναφορές που θα μπορούσαμε να κάνουμε για να ερμηνεύσουμε τη λογική του μετασχηματισμού του όγκου του κτηρίου κατά το σχεδιασμό.
Οι αυστηρές όψεις (που ουσιαστικά συγκροτούνται από συγκεκριμένου μεγέθους ανοίγματα σε ένα άσπρο φόντο) είναι πιστές στη λογική της επανάληψης και του ρεαλισμού που χαρακτηρίζουν το έργο των αρχιτεκτόνων. Παρ’ όλα αυτά, η κανονιστική λογική που αντιλαμβανόμαστε σε μια πρώτη ματιά έρχεται να «αλλοιωθεί» από μικροδιαφοροποιήσεις στον τρόπο τοποθέτησης των κουφωμάτων και από μικροδιαφορές στα μεγέθη των ανοιγμάτων, δίνοντας την υποψία ποικιλίας σε κάποιον που θα προσέξει πιο επισταμένως τις όψεις. Πέρα από τη στρατηγική συγκρότησης των όψεων, αν κάτι προβάλλεται μέσα από την παρουσία του κτηρίου είναι η πεποίθηση των αρχιτεκτόνων ότι τα κτήρια (και η αρχιτεκτονική) είναι αυτά που μετασχηματίζουν και ορίζουν τον δημόσιο χώρο και όχι πιο επιφανειακές επεμβάσεις σε αυτόν.
(www.blsbcn.com)
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην Περιοδική έκδοση “αρχιτέκτονες”, τεύχος 05, Σεπτέμβριος 2013