Είκοσι χρόνια αρχιτεκτονική στο ελληνικό περίπτερο της Βενετίας |”αρχιτεκτόνες”
γράφει o Ανδρέας Γιακουμακάτος
Ο Ανδρέας Γιακουμακάτος ήταν επίτροπος της ελληνικής συμμετοχής «Κυριάκος Κρόκος» στην 6η Biennale «Sensori del Futuro. L’architetto come Sismografo»
Η Biennale Αρχιτεκτονικής της Βενετίας είναι ο πιο έγκυρος θεσμός ανταλλαγής για τον σύγχρονο αρχιτεκτονικό προβληματισμό. Τούτο πιστοποιείται αφενός από τη διεθνή συμμετοχή και το ενδιαφέρον των δημιουργών, αφετέρου από τον συνεχώς αυξανόμενο αριθμό επισκεπτών σε κάθε έκδοση του θεσμού. Η παράδοση που έχει δημιουργηθεί γύρω από τη βενετσιάνικη Biennale Αρχιτεκτονικής συνδέεται βεβαίως –κατά κάποιον τρόπο και ως συνέπεια– με την παράδοση και τη σημασία της Biennale Τέχνης που πραγματοποιείται κάθε δύο χρόνια στους ίδιους χώρους και η οποία εγκαινιάστηκε το μακρινό 1895.
Η ευρύτερη σημασία της Biennale Αρχιτεκτονικής είναι ανάλογη με τη σημασία (;) κάθε μεγάλου και διεθνούς εκθεσιακού γεγονότος γύρω από την αρχιτεκτονική και την τέχνη. Το σημαντικό αυτό θέμα αποτελεί όμως αντικείμενο άλλης συζήτησης. Γεγονός παραμένει ότι τέτοιου είδους εκθέσεις επιδιώκουν και συχνά καταφέρνουν να αναδείξουν ό,τι πραγματικά συζητιέται και απασχολεί εκείνη τη στιγμή το διεθνές περιβάλλον. Το κατά πόσον εντούτοις επηρεάζουν την πραγματική πορεία της τέχνης ή της αρχιτεκτονικής δεν είναι εύκολο να αποδειχτεί. Η κυκλοφορία των ιδεών δεν είναι πάντα δυνατό να καταγραφεί, όμως αυτή υπάρχει και συχνά αποκαλύπτεται σε άλλο χρόνο, με άλλο ένδυμα. Άλλωστε δεν είναι πάντα σαφές αν η Biennale προτείνει κάθε φορά μια νέα ιδέα και ανοίγει έναν νέο δρόμο, ή απλώς αναδεικνύει από μια επιλεγμένη οπτική και στη συγκεκριμένη συγκυρία τα πιο αξιοπρόσεκτα τεκταινόμενα στο χώρο της αρχιτεκτονικής. Θα πρέπει επίσης να προσθέσουμε ότι η Biennale Αρχιτεκτονικής δεν έχει τόσο εμφανή εμπορικό χαρακτήρα, όπως έχει ενδεχομένως η Biennale Τέχνης, που μπορεί να συνδέεται περισσότερο και με πιο άμεσο τρόπο με το περιβάλλον της αγοράς.
Η παρουσία ωστόσο σε κοινό χώρο τόσων δημιουργών με κοινά ενδιαφέροντα και ανανεωτικές ιδέες οπωσδήποτε ωφελεί τους ίδιους, αλλά ωφελεί και την τέχνη και την αρχιτεκτονική. Ας μην ξεχνάμε άλλωστε ότι η Biennale στη Βενετία, για όσους τουλάχιστον την παρακολουθούν εδώ και καιρό, ακολουθεί κι αυτή το δικό της τελετουργικό και δημιουργεί έναν ισχυρότατο εθισμό, που έχει να κάνει με τη θετική ενέργεια της συμμετοχής στη συλλογική ιεροτελεστία μιας «φυλής» με τα δικά της ανθρωπολογικά και πολιτισμικά χαρακτηριστικά, με τις δικές της νευρώσεις και προσδοκίες.
Αν θα θέλαμε να προσδιορίσουμε μια έκδοση της Biennale Βενετίας με ισχυρή πολιτισμική σημασία, θα έπρεπε να πάμε πίσω στην προϊστορία του θεσμού, το 1980, με την Biennale του Portoghesi και την ικανότητα του Ιταλού κριτικού να σηματοδοτήσει μέσω της έκθεσης την επικράτηση εκείνη την εποχή του κυρίαρχου σχεδιαστικού προσανατολισμού, δηλαδή του μεταμοντερνισμού. Παρά τη σημασία των επόμενων εκθέσεων στη Βενετία, ειδικά από το 1991 και μετά, που ο θεσμός μετατράπηκε σε διεθνή αρχιτεκτονική Biennale, δεν εμφανίστηκε μια έκδοση ανάλογη με εκείνη του 1980. Θα μπορούσαμε ίσως να πούμε ότι, λόγω θεματικής, ξεχώρισε ενδεχομένως εκείνη του 2006 του Ricky Burdett, που τόλμησε να μετατοπίσει τη συζήτηση από την αρχιτεκτονική δημιουργία στον προβληματισμό για τη μητρόπολη, ζήτημα φυσικά επίκαιρο τότε και σήμερα.
Σε αυτό το πλαίσιο, η ελληνική συμμετοχή είχε πάντα σχετική σημασία. Ας πούμε τα πράγματα με το όνομά τους. Καμία ελληνική συμμετοχή, από το 1991 ως το 2012, δεν κατάφερε να κινήσει το πραγματικό ενδιαφέρον της διεθνούς κοινότητας. Τούτο αποδεικνύεται και από το ότι, παρά τις δικές μας ελπίδες, δεν υπήρξε ελληνική συμμετοχή που να διακρίθηκε επίσημα στο διάστημα αυτών των 20 ετών (το ίδιο ισχύει και για τις συμμετοχές μας στις Biennali Τέχνης). Οι λόγοι είναι πολλοί, και δεν είναι βέβαιο ότι έχουν να κάνουν, ας πούμε, με την ικανότητα προβολής και δημοσίων σχέσεων. Οι ελληνικές αρχιτεκτονικές συμμετοχές υπήρξαν ως επί το πλείστον αδύναμες πολιτισμικά ή ασαφείς θεματολογικά. Έχω την πεποίθηση ότι, αν η Ελλάδα φιλοδοξεί να τύχει ευρύτερης αναγνώρισης στο διεθνές πεδίο, θα πρέπει να προβάλλει μια δική της αυθεντική προσέγγιση του σχεδιασμού, που να έχει να κάνει με μια ιδέα τοπικότητας. Γιατί το πρόβλημα είναι ότι η διεθνής ματιά πάνω στην Ελλάδα –ανεξάρτητα από το αν μας αρέσει ή όχι– χαρακτηρίζεται από μια ισχυρότατη επιθυμία αναγνώρισης του χαρακτηριστικού του genius loci, και αυτό ακριβώς έχει αποδείξει η διεθνής βιβλιογραφία για τη σύγχρονη ελληνική αρχιτεκτονική. Στη δεκαετία του 1930 αποτιμήθηκε θετικά στα διεθνή περιοδικά η ελληνική «μοντέρνα εναρμόνιση», η αναπαραγωγή στο φως του Αιγαίου του ιδεώδους του Neues Bauen. Μεταπολεμικά τα πράγματα άλλαξαν. Η Ελλάδα βέβαια σήμερα δεν είναι η εξωτική μικρή Ελλάδα της αθώας γνησιότητας του 1950, αλλά η ιδέα των ξένων γι’ αυτήν δεν έχει αλλάξει και πολύ, εξού και η αειθαλής ακμή του εαρινού τουρισμού. Επειδή η πρώτη ανάγνωση της Ελλάδας από τους ξένους έχει να κάνει με την κυρίαρχη ισχύ του αρχαίου παρελθόντος της, είναι πολύ πιο «φυσική» η ιδέα ενός σημερινού πολιτισμού του ανώνυμου και του «παραδοσιακού», που εναρμονίζεται αβίαστα τόσο με την αρχαία ιστορία όσο και με τη διαχρονική αγνότητα και την ομορφιά του φυσικού τοπίου. Κατά συνέπεια, η ένδυση από μεριάς μας ενός σύγχρονου ενδύματος γενικού μοντερνισμού και «ανώνυμου» διεθνούς ιδιώματος δεν έχει ελπίδα αναγνώρισης και επιτυχίας στον διεθνή στίβο.
Παραμένει η επιλογή μιας ελληνικής συμμετοχής που να μην είναι «τεκτονική», αλλά «εννοιολογική». Τούτο επιχειρήθηκε συχνά την πρόσφατη δεκαπενταετία και κατέληξε συνήθως σε αποτυχία. Οι ιδέες πρέπει και αυτές να είναι πρωτότυπες και ταυτόχρονα επικοινωνιακές, όχι να αποτελούν δυσνόητες ενδοσκοπήσεις ιδιότυπων ή και προσωπικών ιδεολογικών εμμονών. Το σημαντικότερο που ξεχνάμε είναι ότι η Biennale είναι μια έκθεση, ένα show, μια παράσταση που όσο πιο καλά είναι σκηνοθετημένη και όσο πιο γοητευτική είναι η αφήγησή της τόσο περισσότερες πιθανότητες θα έχει επιτυχίας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα εδώ είναι διαχρονικά οι συμμετοχές της Ισπανίας, που ανεξάρτητα από ενδεχόμενη ή μη βράβευση προκαλούν πάντα τα αντανακλαστικά περιέργειας και προσμονής όσων γνωρίζουν την παρουσία της Ισπανίας στην Biennale, γιατί η χώρα αυτή έχει πάντα κάτι να πει με γοητευτικό τρόπο και συνήθως επιλέγει να παρουσιάσει σχεδιασμένη και υλοποιημένη αρχιτεκτονική (την οποία διαθέτει βέβαια με το τσουβάλι). Η πεποίθηση ότι σε μια τέτοια διεθνή αρένα ανταγωνισμού και δημιουργικής πληθωρικότητας μπορεί να εμφανιστεί μια εθνική συμμετοχή γενικής «θεωρίας του χώρου» (για να το πούμε γενικά και περιληπτικά) μόνο μειδιάματα συγκατάβασης μπορεί να προκαλέσει. Βέβαια υπήρξαν και τέτοια φαινόμενα με βραβεύσεις στο παρελθόν, όπως π.χ. εκείνη της Πολωνίας, αλλά πρόκειται για μεμονωμένες περιπτώσεις. Ο ενδοσκοπικός και αυτιστικός ελληνικός κινηματογράφος στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης κάποτε προκαλούσε βαθιά χασμουρητά, ας μην επαναλάβουμε το ίδιο λάθος.
Από την άλλη, δεν νομίζω ότι οι εθνικές συμμετοχές στην Biennale έχουν κάποια άμεση συνέπεια για την αρχιτεκτονική στο εσωτερικό των χωρών, και αυτό ισχύει και για την Ελλάδα. Υπάρχει φυσικά η δικαιολογημένη ικανοποίηση εκείνου που επιλέγεται κάθε φορά ως εθνικός επίτροπος, η χαρά όσων συμμετέχουν ή εμπλέκονται με κάποιον τρόπο στο γεγονός, η ταλαιπωρία των συνδιαλλαγών με τον δημόσιο φορέα που κάθε φορά αναλαμβάνει τη διεκπεραίωση του συμβάντος, καθώς και η συνακόλουθη πολεμική για το χαρακτήρα κάθε φορά της εθνικής συμμετοχής. Οι θετικές συνέπειες, πολιτισμικές ή και επαγγελματικές, για όσους συμμετέχουν κάθε φορά στην Biennale δεν είναι σαφείς ή αναγνωρίσιμες, αν εξαιρέσουμε την καλή δόση ευκαιριακής προβολής από ενίοτε βιαστικά και επιφανειακά δημοσιογραφικά άρθρα, ενώ η χρονική εμβέλεια κάθε φορά της συζήτησης γύρω από την εθνική συμμετοχή δεν πάει πολύ πέρα από την περίοδο της ίδιας της συμμετοχής, για να μην πούμε των εγκαινίων της.
Ωστόσο οι συμμετοχές έχουν δημιουργήσει μια δική τους αφήγηση στο χρόνο, όχι μόνο για τη σύγχρονη ελληνική αρχιτεκτονική, αλλά και για τους τρόπους με τους οποίους το ζήτημα της αρχιτεκτονικής προσεγγίζεται κάθε φορά με όρους πολιτισμικού γεγονότος ειδικά στους χώρους του πανεπιστημίου, των σχολών αρχιτεκτονικής και κατά συνέπεια της αρχιτεκτονικής παιδείας των νέων φοιτητών μας (μιας και η συντριπτική πλειονότητα των εθνικών επιτρόπων είναι καθηγητές αρχιτεκτονικής). Και εκεί μπορεί κανείς να βγάλει πολλά συμπεράσματα, θετικά ή αρνητικά, όπως κάθε φορά προτιμά. Συχνά οι συμμετοχές αποτέλεσαν ένα είδος αποτύπωσης των επιλογών και του προσανατολισμού των αρχιτεκτονικών σχολών μας, και τούτο είναι αξιοπρόσεκτο.
Για μην είμαστε όμως άδικοι, θα πρέπει να επισημάνουμε ότι στην Biennale το ενδιαφέρον κάθε φορά το διεκδικούν αντικειμενικά λίγα μεγάλα περίπτερα και λίγες μεγάλες χώρες, οι οποίες και μονοπωλούν τη συζήτηση, τις διακρίσεις και τα βραβεία. Είναι άλλωστε ζήτημα πολιτικής και ψυχρού υπολογισμού ακόμη και από πλευράς της Biennale: άλλο πράγμα η βράβευση του περιπτέρου της Ιαπωνίας με επίτροπο τον Toyo Ito, άλλο πράγμα η αναγνώριση της συμβολής μιας χώρας της αρχιτεκτονικής περιφέρειας με «άγνωστο» επίσης επίτροπο (δεν εξαιρώ κανέναν, ούτε και τον γράφοντα). Υπάρχουν από πίσω αναθέσεις, δημοσιεύσεις, εκδοτικό ενδιαφέρον, ένα ολόκληρο σύστημα σχέσεων, πιέσεων και επιρροών που ανατροφοδοτεί τον εαυτό του μέσω της αέναης κυκλοφορίας των μεγάλων διεθνών ονομάτων, και ένας θεσμός (της Biennale) που γράφει έτσι πάντα μια ένδοξη ιστορία με ανταλλακτική αξία στο σύγχρονο διεθνές χρηματιστήριο της αρχιτεκτονικής.
Και κάτι άλλο: η Biennale της Βενετίας ιδιωτικοποιήθηκε το 1998 και από το 2004 είναι πλέον νομικά μια Foundation, πρέπει να παρουσιάζει ισολογισμό με θετικά αποτελέσματα για να μπορεί να ελπίζει ακόμη σε –μερική– δημόσια χρηματοδότηση, ενώ βασίζεται πολύ στη συμβολή των χορηγών (δείτε τους «μεγάλους χορηγούς» της φετινής εκδήλωσης). Θετικά αποτελέσματα σημαίνει μετρήσιμα αποτελέσματα, δηλαδή εκατοντάδες χιλιάδες εισιτήρια και άλλα έσοδα, καθώς και πιστοποίηση κάθε φορά της επιτυχίας του θεσμού μέσω του εθνικού και διεθνούς τύπου, ο οποίος προβάλλει ή δεν προβάλλει τα τεκταινόμενα στην Biennale ανάλογα με την αναγνωρισιμότητα των πρωταγωνιστών της. Παράλληλα οι πρόεδροι της Biennale, ο Franco Bernabe (2001-2003), ο Davide Croff (2004-2007), ο Paolo Baratta από το 2008 μέχρι σήμερα, είναι όλοι πολιτικά πρόσωπα ή επαγγελματίες μάνατζερ που έχουν άμεσες σχέσεις με την ιταλική πολιτική σκηνή: συχνά η τοποθέτηση και η θητεία τους εκεί είναι ο προθάλαμος για σημαντική συνέχεια στην καριέρα τους, την οποία φυσικά δεν επιθυμούν να ρισκάρουν. Ο Bernabe μετά το διορισμό του από τον Μπερλουσκόνι στην Biennale έγινε παράλληλα πρόεδρος της Telecom Italia και του πολύ σημαντικού MART, του Μουσείου Μοντέρνας και Σύγχρονης Τέχνης του Τρέντο και του Ροβερέτο (που παρεμπιπτόντως το έχει σχεδιάσει ο Mario Botta). Ο Croff προερχόταν από τη διοίκηση της τράπεζας BNL (Banca Nazionale del Lavoro), ενώ ο Baratta διατέλεσε επικεφαλής οικονομικών υπουργείων τη δεκαετία του 1990. Όλα αυτά σημαίνουν ότι κάποιοι προδιαγεγραμμένοι στόχοι και κατά συνέπεια κάποιοι όροι του παιχνιδιού ως ένα βαθμό προϋπάρχουν.
Γι’ αυτό, ας θεωρήσουμε (μέχρι αποδείξεως του εναντίου) την παρουσία μας κάθε δυο χρόνια στην Biennale περισσότερο σαν μια δική μας εσωτερική υπόθεση, που μπορεί να τροφοδοτεί κάθε φορά μια ειλικρινή και διεισδυτική συζήτηση για τη σύγχρονη αρχιτεκτονική στον τόπο μας. Η σοβαρή και ουσιαστική δουλειά, και όχι ο ευφυολόγος ακκισμός ή το κλείσιμο του ματιού με νόημα, είναι η μόνη που μπορεί να έχει μια χρησιμότητα, για μας και –ποιος ξέρει;– για τους άλλους.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην περιοδική έκδοση “αρχιτέκτονες”, τεύχος 12/13, Μάιος-Ιούνιος 2014