Υιοθεσίες δημοσίου χώρου/ Τα παρεπόμενα για τον δημόσιο βίο |”αρχιτέκτονες”
γράφει η Κωνσταντίνα Θεοδώρου
Στο περιθώριο των καυτών μεγάλων θεμάτων της πολεοδομικής επικαιρότητας, κάποιες μικρότερες ειδήσεις, που ίσως να μη φαίνονται εξαρχής άξιες προσοχής, με τρόπο ήσυχο, απαλό κι επικίνδυνο έρχονται να προετοιμάσουν το έδαφος μιας νέας συνθήκης για τον δημόσιο χώρο στην Ελλάδα. Πρόκειται για την ιδιωτική διαχείριση του δημόσιου χώρου, ένα μοντέλο εξαιρετικά οικείο στο εξωτερικό, θεσμοθετημένο με διάφορες παραλλαγές, το οποίο στη χώρα μας δεν έχει ακόμα επίσημη νομική μορφή, αν και τα παρακάτω παραδείγματα προλειαίνουν το έδαφος γι’ αυτήν, εκμαιεύοντας πρώτα την κοινωνική νομιμοποίηση και συναίνεση.
Στη σκιά λοιπόν των μεγάλων θεμάτων, τον τελευταίο χρόνο είχαμε τις εξής μικρές ειδήσεις. Καταρχάς την απόφαση του Δήμου να παραχωρήσει τον Εθνικό Κήπο στο ίδρυμα ΝΕΟΝ Δασκαλοπούλου για να στεγάσει τη συλλογή γλυπτών του οργανώνοντας μπιενάλε γλυπτικής και άλλα events, την πρωτοβουλία της «υιοθεσίας» της πλατείας Συντάγματος από τον ιδιοκτήτη του Μεγάλη Βρετανία, και την πρωτοβουλία της ΜΚΟ «Παραδείγματος Χάριν» να ανακαινίσει τις παιδικές χαρές της Αθήνας, ξεκινώντας με την πρώτη παιδική χαρά στο Κουκάκι. Η πρώτη υπόθεση, του ιδρύματος ΝΕΟΝ, βρίσκεται, ευτυχώς, αυτή τη στιγμή στα δικαστήρια, έπειτα από παρέμβαση των Φίλων του Εθνικού Κήπου, μιας και θα υπήρχαν αλλοιώσεις στη μορφή και λειτουργία του κήπου, ενώ ενάντια στην πρωτοβουλία της «Παραδείγματος Χάριν» ξεσηκώθηκε όλη η γειτονιά, αντιδρώντας για το κόψιμο δέντρων και το έντονα επεμβατικό design. Στην περίπτωση του Εθνικού Κήπου και της παιδικής χαράς, οι επεμβάσεις αλλοίωσης του υπάρχοντος τοπίου και το κόψιμο των δέντρων χτύπησαν κάποιες ευαίσθητες χορδές. Αντιθέτως, το γυάλισμα των μαρμάρων στο Σύνταγμα δεν ενόχλησε καθόλου – ίσως γιατί κανείς δεν έδωσε σημασία στη συνέχεια της είδησης, πως ο ιδιοκτήτης του ξενοδοχείου αναλαμβάνει και τη διατήρηση της πλατείας, με ό,τι αυτό συνεπάγεται.
Πλήθος εκδηλώσεων, υπερβολικός σχεδιασμός, υπερβολική καθαριότητα είναι μέσα στα στοιχεία που συνιστούν μια παθογένεια του όρου «δημόσιο», σύμφωνα με την έρευνα των Németh& Schmidt1 που έγινε για να εξετάσει το κατά πόσο επηρεάζεται ο δημόσιος χαρακτήρας στην περίπτωση των ολοένα αυξανόμενων POPS (ιδιωτικής διαχείρισης/ιδιοκτησίας δημόσιοι χώροι) της Νέας Υόρκης.
Για τους διαρκώς διογκούμενους μητροπολιτικούς Δήμους, το τελευταίο σε προτεραιότητα και βαθμό επείγοντος έξοδο που θα μπορούσαν να κάνουν είναι η συντήρηση δημόσιων χώρων. Νέες μεγάλες εκτάσεις προστίθενται συνεχώς στο χάρτη και μια λύση επείγει για τα ρετάλια που περισσεύουν από ό,τι είναι ιδιωτικό. Στις πιο απόκεντρες περιοχές και στα προάστια η διασπορά των συλλογικών διαδικασιών έχει ανακουφίσει αρκετά τους Δήμους. Όταν όμως μιλάμε για τα κέντρα των πόλεων, όπου το διακύβευμα είναι πιο σοβαρό για να αφεθεί στον συλλογικό πειραματισμό και στην αυτοδιαχείριση, οι Δήμοι καταφεύγουν στις εταιρείες, ακόμα κι αν πρόκειται για κεντρικούς, κομβικούς στη δημόσια ζωή χώρους, όπως το Central Park ή η Potsdamer Platz, είτε τώρα η περίπτωση του Εθνικού Κήπου και της πλατείας Συντάγματος. Για την ακρίβεια, είναι οι εταιρίες που καταφεύγουν στον Δήμο κερδίζοντας ανταποδοτικά οφέλη από τους δημόσιους χώρους που βρίσκονται συνήθως σε άμεση γειτνίαση μ’ αυτές.
Dos Jotas / DON’T EVEN THINK. New York series 2014
Πολλές μελέτες έχουν γίνει για να διερευνήσουν τα τυχόν μελανά σημεία της φαινομενικά ευεργετικής για την πόλη πρωτοβουλίας. Εστιάζοντας στο ερώτημα του «publicness», οι Németh& Schmidt, προσπαθώντας να είναι όσο το δυνατόν πιο αντικειμενικοί, εισάγουν διάφορα μοντέλα μέτρησης, βαθμολογώντας παράγοντες όπως ο φωτισμός, η ασφάλεια, η άνεση, η προσβασιμότητα, η ποικιλία χρήσεων, ο φιλικός προς το χρήστη σχεδιασμός κτλ. Αυτό που προκύπτει είναι ότι γενικώς οι δημόσιοι χώροι αυτής της κατηγορίας έχουν πολλά στοιχεία που «έλκουν» το κοινό, όπως καθιστικά, φωτισμός κτλ., αλλά απ’ την άλλη έχουν και πάρα πολλά στοιχεία που ελέγχουν τη χρήση, την πρόσβαση, και τις συμπεριφορές. Ευνοείται δηλαδή αριθμητικά η προσέλευση, αλλά περιορίζεται η κοινωνική μείξη.
Στους «υιοθετημένους χώρους», οι κάμερες, συνδυασμένες με άλλες άυλες μεθόδους ελέγχου, λειτουργούν πολύ πιο αποτρεπτικά από τα φυσικά στοιχεία ελέγχου, όπως η περίφραξη, οι πινακίδες κανονισμών κτλ. των «ορφανών» δημόσιων χώρων. Κυρίως όμως ο έλεγχος της πρόσβασης και της συμπεριφοράς επιτυγχάνεται μέσα από ένα σύνθετο πλέγμα λεπταίσθητης υποβολής, που χρησιμοποιεί το design και τo event ως στοιχεία διαφύλαξης της τάξης και της ασφάλειας. Διαφημιστικές πινακίδες, υπερσχεδιασμός των λεπτομερειών, υπερκαθαριότητα υπογραμμίζουν μια διαρκή και πανταχού παρούσα άνωθεν εποπτεία, έτοιμη να επέμβει για να επαναφέρει την τάξη, υποσυνείδητα αποτρεπτική για κάθε μη τυπική συμπεριφορά. Το στοιχείο δε που λειτουργεί πιο αποτρεπτικά απ’ όλα είναι οι έντονες χρήσεις, το «γεμάτο» πρόγραμμα. Στο site που περιλαμβάνει όλους τους POPS της Νέας Υόρκης προωθείται η ευγενής άμιλλα των εταιρειών με επιβράβευση του καλύτερα διαμορφωμένου, με το πιο πλούσιο πρόγραμμα χώρου. Μερικοί μάλιστα δημόσιοι χώροι έχουν δικά τους sites, με πρόγραμμα που συναγωνίζεται πολιτιστικά ιδρύματα.
Αυτό που μοιάζει να είναι δείγμα υγείας, η υπερβολική ζωντάνια, λειτουργεί τελικά υπέρ του αποκλεισμού. Τα events προσκαλούν πλήθος κόσμου, δίνουν την αίσθηση της ζωντάνιας, αλλά απ’ την άλλη δημιουργούν ένα κλειστό σύμπαν για θεατές συναφών ενδιαφερόντων, αποκλείουν όσους αναζητούν απλώς μια διαφυγή, αποτελούν εντέλει μια σκηνοθεσία δημόσιας ζωής, δεν είναι δημόσια ζωή. Εμποδίζουν να αναδυθεί ακούσια και αυθόρμητα το πραγματικό γεγονός της πόλης. Ενώ ο δημόσιος χώρος θα έπρεπε να είναι το κενό πεδίο-δοχείο της κοινωνικής ζωής, η ιδιωτική διαχείριση φροντίζει να γεμίσει ασφυκτικά αυτόν τον κενό χώρο, δημιουργώντας όλο και πιο φρενήρεις καταστάσεις και περιβάλλοντα, αποδυναμώνοντας τα κοινωνικά αντανακλαστικά και συνδέοντας την αστική εμπειρία με έναν αυτιστικό εθισμό κατανάλωσης εμπειριών.
Από την επέμβαση της ΜΚΟ «Παραδείγματος Χάριν» στην παδική χαρά στο Κουκάκι (πριν και μετά), πηγή: atheofobos2.blogspot.gr/2013/08/blog-post_5.html
Επιτυχημένος δημόσιος χώρος δεν είναι αυτός που συγκεντρώνει τα πλήθη, σφύζοντας από ζωντάνια, αλλά αυτός που μπορεί να τους συμπεριλάβει όλους προσφέροντας ένα καταφύγιο μέσα στα όλο και πιο διασπαστικά, αγχωτικά, περιβάλλοντα των σύγχρονων πόλεων. Είναι και ο ήσυχος χώρος της απόσυρσης και της διαφυγής, και τέτοια είναι η περίπτωση του Εθνικού Κήπου. Η αυξημένη έμφαση στο πλούσιο πρόγραμμα, στην ασφάλεια και στο design απειλεί τη δυνατότητα να δημιουργήσουμε και να διατηρήσουμε απλούς κενούς δημόσιους χώρος, ανοιχτούς και φιλόξενους για όλους, ανοιχτούς στο τυχαίο συμβάν της πόλης.
Δεν είναι τυχαίο ότι, καθώς ο ζωντανός δημόσιος χώρος αποδεικνύεται ως το κομβικό σημείο στην προσέκλυση της επιχειρηματικότητας και ειδικά της νεανικής δημιουργικής επιχειρηματικότητας, τα ισχυρότερα ιδρύματα της Αμερικής σχηματίζουν διεθνείς πλατφόρμες για την έρευνα, μελέτη και προώθηση των καλών δημόσιων χώρων. Ωστόσο ο πραγματικά δημόσιος χώρος εκ φύσεως δεν μπορεί να παραχθεί από καμία ατομική πρωτοβουλία• είναι προϊόν της συλλογικής μας ύπαρξης και δράσης στο χώρο της πόλης.
Στην έρευνά τους οι Németh& Schmidt κάνουν έκκληση στους Δήμους να σταματήσουν να επιβραβεύουν το έντονο πρόγραμμα, να επενδύσουν σε πιο «ήσυχους», απλούς δημόσιους χώρους, χώρους που θα τους περιλαμβάνουν όλους. Ωστόσο η Amanda Burden, υπεύθυνη για το σχεδιασμό δημόσιων χώρων του δήμου της ΝΥ, σε ομιλία της στο TedTalks για τους δημόσιους χώρους καταλήγει ως εξής: «πιστεύω πως μια επιτυχημένη πόλη είναι σαν ένα φανταστικό πάρτι. Οι άνθρωποι μένουν γιατί περνάνε τέλεια». Ξεχνώντας προφανώς ότι και στα καλύτερα πάρτι υπάρχουν κάποιοι που δεν ξέρουν να χορέψουν. Η πόλη ανήκει και σ’ αυτούς.
Σημείωση
1. Jeremy Németh – Stephen Schmidt, «The privatization of public space: modeling and measuring publicness», Environment and Planning B: Planning and Design, 2011, Τ. 38, σελ. 5-23.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην Περιοδική έκδοση “αρχιτέκτονες”, τεύχος 11, Απρίλιος 2014