Αρχιτεκτονική

Επάγγελμα και αναζήτηση αυθεντικότητας στην αρχιτεκτονική της υπαίθρου | “αρχιτέκτονες”

Από την 1η Επιστημονική συνάντηση συνΕργασίας «Μελέτες μορφολογικών κανόνων δόμησης και αρχιτεκτονική κληρονομιά»

γράφουν οι  Ανδρέας Μαριάτος, Δροσιά Μολλά, αρχιτέκτονες

Μαζί με το συρτάκι και τον famous greek mousaka βρισκόμαστε μπροστά στην υλοποίηση του οράματος ενός πολιτικού: της επιβολής της αισθητικής των καρτ ποστάλ σε ολόκληρη την επικράτεια. Αντίληψη που διαπνέεται από την ίδια λογική με την οποία οι ιθαγενείς προσφέρουν τις τελετουργίες τους ως τουριστική ατραξιόν.

Το εγχείρημα διέπεται εξαρχής από προχειρότητα, μιας και δεν έχει γίνει ποτέ κάποια αποτίμηση των επιπτώσεων των ήδη ισχυόντων ειδικών όρων δόμησης. Ας αναζητήσει κάποιος παραδείγματα αξιόλογης σύγχρονης αρχιτεκτονικής σε οικισμούς όπου ισχύουν ειδικοί όροι δόμησης. Δυστυχώς ενενήντα εννιά στα εκατό αξιόλογα κτήρια βρίσκονται σε περιοχές με σχετική ελευθερία σχεδιασμού: είτε μέσα σε πόλεις είτε εκτός σχεδίου. Και αντί η καταστροφή των οικισμών να αφυπνίσει, αντίθετα εξαπλώνεται παντού.

Ατυχώς, προπτυχιακής εμβάθυνσης πονήματα, όπως η καταγραφή των λιθόστρωτων και των σαπωνοποιείων της Μυτιλήνης, μέχρι πρόσφατα θεωρούντο από τη διοίκηση ως ικανό θεωρητικό υπόβαθρο για να ορίσει το θεσμικό πλαίσιο της σύγχρονης δόμησης στην επαρχία. Η γραφική έως λαογραφική απαρίθμηση μεμονωμένων στοιχείων ήταν εύκολη, εμπορική (μιας και διαχειριζόταν τον παραδοσιακό πλούτο αποκομμένο από την όποια ασχήμια) και ανώδυνη (μιας και, μη ασκώντας, δεν μπορούσε και να δεχτεί κριτική). Το επιστημονικό ρεύμα αναζήτησης εντοπιότητας των δεκαετιών του ’50 και του ’60 πετάχτηκε στον κάδο και από τη γενιά του ’30 έμεινε μόνο η γραφικότητα. Επιπλέοντας μακάρια και περιφρονώντας συθέμελα τη σημασία της εξέλιξης και το χρέος προς τις επόμενες γενιές, η γκροτέσκα «παραδοσόπληκτη» αντίληψη προσπάθησε να φυλακίσει την αρχιτεκτονική δημιουργία σε κάτι θανατερά στάσιμο.

Εάν η κακοκαιρία της χούντας έπνιξε την αρχιτεκτονική, η μεταπολιτευτική ρεστία τη διαμέλισε. Μοιραία λοιπόν, όταν χρειάστηκε ένα λεξιλόγιο προστασίας της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς, αυτό συστάθηκε από τα θραύσματά της. Και καθώς επί δεκαετίες οι καμάρες, οι καμινάδες και τα σαχνισιά πλασάρονταν αυτονομημένα ως «παραδοσιακή αρχιτεκτονική», δεν αποτέλεσε έκπληξη η παντελής αδυναμία του –αμέριμνου για την αρχιτεκτονική ένδεια της υπαίθρου– έμψυχου δυναμικού της διοίκησης έστω και να κατανοήσει το λόγο που η επιστημονική κοινότητα εναντιώθηκε τόσο κάθετα στην προκήρυξη του προγράμματος των «μορφολογικών κανόνων». Διότι μόνο και μόνο το λαϊκίστικο θράσος να αναζητηθούν «μορφολογικοί κανόνες» τα λέει όλα για τον ευτελισμό της τέχνης μας.
OLYMPUS DIGITAL CAMERA

Στη Ναύπακτο αναδείχτηκε η ανάγκη αλλά και η δίψα για έναν ουσιαστικό διάλογο στην αρχιτεκτονική κοινότητα και φάνηκε ότι οι αρχιτέκτονες μπορούν να συζητήσουν γόνιμα. Αυτό που δεν τονίστηκε όμως στο τριήμερο ήταν η ανυπαρξία συλλογικού ενστίκτου επαγγελματικής μας επιβίωσης. Διότι αρχιτέκτονας χωρίς δυνατότητα άσκησης αρχιτεκτονικής δεν είναι και ό,τι πιο βιώσιμο. Η νεκροφιλική μίμηση δεν είναι Αρχιτεκτονική, όπως και η ταρίχευση δεν λογίζεται ως υγεία. Αλλά ένας γιατρός που του δίνουν μόνο πτώματα, με μοναδικό επαγγελματικό αντικείμενο να τα μακιγιάρει και να τα ταριχεύει ώστε να δείχνουν ζωντανά, μοιραία κάποια στιγμή θα χάσει τη δουλειά του από ταριχευτές ή μακιγιέρ.

Ίσως κάποιος συνάδελφος θα πρέπει να έχει ζήσει στην επαρχία για να αντιληφθεί στην πραγματική του κλίμακα το πρόβλημα. Το αθηνοκεντρικό ΥΠΕΚΑ επικαλούνταν τα λίγα «πετυχημένα» παραδείγματα διατήρησης παραδοσιακών οικισμών (άσχετα, π.χ., αν στην προστατευόμενη Ύδρα απουσιάζουν από την ηλικιακή πυραμίδα τα παιδιά και οι γέροι). Πίσω από τις ακριβοπληρωμένες αφίσες του ΕΟΤ με τις γραφικές «διατηρημένες» γειτονιές, οι τραγικές επιπτώσεις από την οριζόντια εξάπλωση του νεοπαραδοσιακού υποκατάστατου αποκρύπτονταν ή, ακόμα βολικότερο, η ευθύνη επιρριπτόταν στους «κακούς» αρχιτέκτονες. Στο διάλειμμα ενός σχετικού συνεδρίου, κάπου στη Μαγνησία, μια διδάσκουσα αρχιτεκτονικής είχε αναφωνήσει όλο απορία κοιτώντας το χωριό γύρω της: «Μα δεν υπάρχουν καλοί αρχιτέκτονες εδώ;». Χαμπάρι. Δεν είχε ιδέα ότι αυτό που έβλεπε δεν ήταν προϊόν αρχιτεκτόνων, αλλά η εφαρμογή των «διαταγμάτων προστασίας» από καθέναν που είχε το δικαίωμα να υπογράψει ως αιτιολογική έκθεση τη φράση: «Η παρούσα οικοδομή ικανοποιεί τις απαιτήσεις της αισθητικής τόσο ως μεμονωμένο κτίριο το άφησα με ι επειδή όντως έτσι είναι στα δημόσια έγγραφα όσο και ως τμήμα του ευρύτερου περιβάλλοντος». Και ότι μαζικά και οριζόντια αποκλείονταν από την άσκηση του επαγγέλματος ακριβώς οι αρχιτέκτονες που ήξεραν τη δουλειά τους να συμβαδίζει με την τέχνη και την επιστήμη.

Το τριήμερο της Ναυπάκτου θα μείνει στην ιστορία της αρχιτεκτονικής της χώρας μας μόνο και μόνο διότι εκπρόσωποι της διοίκησης, ακαδημαϊκοί και ελεύθεροι επαγγελματίες κατέστησαν τα παραπάνω κοινό τόπο – λιγότερο ή περισσότερο συνειδητά. Το αν τα συμπεράσματα θα βρουν έκφραση μέσα από τις προδιαγραφές της β΄ φάσης της προκήρυξης των μελετών θα δείξει αν απλώς θα μείνουμε εκεί, στο ιστορικό στιγμιότυπο, ή αν πραγματικά πιστεύουμε στον κοινωνικό ρόλο της τέχνης μας.


Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην Περιοδική Έκδοση “αρχιτέκτονες”, τεύχος 10, Μάρτιος 2014