Διεθνής Biennale Αρχιτεκτονικής Βενετίας: Ο θεσμός |”αρχιτέκτονες”
Το «νεοβυζαντινό» ελληνικό περίπτερο στα Giardini
γράφει η Έρση Φιλιπποπούλου
Η Διεθνής Biennale Αρχιτεκτονικής της Βενετίας (ή, σύμφωνα με την επίσημη ονομασία της, η Διεθνής Έκθεση Αρχιτεκτονικής της Βενετίας) θεωρείται ως το πιο σημαντικό διεθνές forum δημόσιου διαλόγου για τη σύγχρονη αρχιτεκτονική. Πρόκειται για ένα σύμπλεγμα εκθέσεων και εκδηλώσεων που εντάσσεται στις δραστηριότητες της Biennale di Venezia, η οποία περιλαμβάνει περισσότερους από έναν διεθνείς πολιτιστικούς θεσμούς, με μεγάλη απήχηση σε όλον τον κόσμο. Η δραστηριότητα του φορέα άρχισε το 1895 με την πρώτη Διεθνή Έκθεση για τις εικαστικές τέχνες (Biennale Τέχνης) και διευρύνθηκε διαδοχικά με το Φεστιβάλ Σύγχρονης Μουσικής (1930), τη Μόστρα Κινηματογράφου (1932), το Φεστιβάλ Θεάτρου (1934), τη Διεθνή Έκθεση Αρχιτεκτονικής (1980) και το Φεστιβάλ Σύγχρονου Χορού (1999). Στην πάροδο των ετών άλλαξε και το νομικό της καθεστώς, ακολουθώντας τις τάσεις της εποχής: από αυτόνομος δημόσιος φορέας, που ξεκίνησε, μετατράπηκε σε νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου το 1998 και σε ίδρυμα το 2004.
Η αρχιτεκτονική υπήρξε λοιπόν ένας σχετικά πρόσφατος τομέας δραστηριότητας της Biennale di Venezia. Αρχιτεκτονικά θέματα παρουσιάζονταν από το 1968 στο πλαίσιο της Έκθεσης Τέχνης, και η επιτυχία τους οδήγησε τους διοργανωτές να ιδρύσουν έναν θεσμό αφιερωμένο αποκλειστικά στην αρχιτεκτονική. Κάθε δύο χρόνια ορίζουν έναν Διευθυντή (Director), ο οποίος επιλέγει το γενικό θέμα και επιμελείται την κεντρική έκθεση. Παράλληλα, παρουσιάζονται με την επιμέλεια των διαφόρων κρατών ξεχωριστές εκθέσεις στα διάσπαρτα στον χώρο της Biennale εθνικά περίπτερα, ενώ παράπλευρες εκδηλώσεις (διαλέξεις, δημόσιες συζητήσεις κ.λπ.) συμπληρώνουν την εικόνα του εκάστοτε σύγχρονου αρχιτεκτονικού προβληματισμού.
Μέχρι να βρει τον βηματισμό της, η «νεαρά» Biennale Αρχιτεκτονικής διέψευδε το όνομά της (biennal=διετής) και λειτουργούσε σε ακανόνιστα χρονικά διαστήματα. Στη συνέχεια όμως ο θεσμός σταθεροποιήθηκε και από το έτος 2000 λαμβάνει πλέον χώρα τακτικά κάθε δύο χρόνια, εναλλάξ με την Biennale Τέχνης (τα ζυγά χρόνια η Biennale Αρχιτεκτονικής, τα μονά η Biennale Τέχνης). Και οι δύο Biennali στεγάζονται σε κτήρια και εθνικά περίπτερα στους ιστορικούς κήπους Giardini di Castello στα ανατολικά της πόλης, και πιο πρόσφατα επεκτάθηκαν και στα μεσαιωνικά νεώρια (Arsenale). Η ανέγερση εθνικών περιπτέρων στα Giardini είχε αρχίσει το 1907, όταν η Biennale Τέχνης είχε επιτρέψει στις χώρες που επιθυμούσαν να παρουσιάζουν αυτόνομα προτάσεις σε δικό τους κτήριο.
Μέχρι σήμερα (Μάιος 2014) έχουν διοργανωθεί συνολικά 55 Biennali Τέχνης και 13 Biennali Αρχιτεκτονικής, με τη 14η να εγκαινιάζεται στις 7 Ιουνίου 2014. Οι χώρες που συμμετέχουν στα εθνικά περίπτερα αυξάνονται από διετία σε διετία, έχοντας φθάσει για την Έκθεση Αρχιτεκτονικής το 2012 τον αριθμό των 55, ενώ για το 2014 έχει ανακοινωθεί ότι ο αριθμός θα ανέλθει σε 66. Ομοίως αυξάνεται και η επισκεψιμότητα, η οποία το 2012 ανήλθε σε 178.000 επισκέπτες, εκ των οποίων περίπου οι μισοί ήταν νέοι και σπουδαστές. Ωστόσο, πιο δημοφιλής παραμένει ακόμη η Έκθεση Τέχνης με 88 συμμετοχές χωρών και 475.000 επισκέπτες το 2013.
Οι τέσσερις πρώτες Biennali Αρχιτεκτονικής οργανώθηκαν με την αποκλειστική ευθύνη του εκάστοτε Ιταλού Διευθυντή τους. Στην 5η όμως (1991) η Έκθεση ανοίχτηκε περισσότερο στον διεθνή χώρο, με τον τρόπο που γινόταν ήδη στην Biennale Τέχνης. Έτσι, εκτός από την έκθεση στο κεντρικό κτήριο, που εξακολουθούσε να την επιμελείται ο Διευθυντής, προσκλήθηκαν διάφορες χώρες να εκπροσωπηθούν αυτόνομα στο εθνικό τους περίπτερο, με κάθε χώρα να επιλέγει τον Εθνικό της Επίτροπο σύμφωνα με τις δικές της διαδικασίες. Ο διεθνής χαρακτήρας τονίστηκε ακόμη περισσότερο στην 6η (1996), με την ανάθεση για πρώτη φορά καθηκόντων Διευθυντή σε αρχιτέκτονα που δεν ήταν Ιταλός, άποψη που καθιερώθηκε και στις επόμενες. Στην ίδια Έκθεση (6η) άρχισαν να απονέμονται βραβεία αντίστοιχα με αυτά που απονέμονται και στους άλλους διεθνείς θεσμούς της Biennale di Venezia και φέρουν τον τίτλο «Χρυσός Λέων». Με μικρές παραλλαγές από διετία σε διετία, οι Χρυσοί Λέοντες της Αρχιτεκτονικής είναι συνήθως τρεις (ένας για το καλύτερο εκθεσιακό έργο, ένας για την καλύτερη εθνική συμμετοχή, ένας σε παλαίμαχο αρχιτέκτονα για το σύνολο του αρχιτεκτονικού του έργου) και συμπληρώνονται κατά περίπτωση από έναν Αργυρό Λέοντα, ειδικές μνείες και άλλα επιμέρους βραβεία.
Η Ελλάδα απέκτησε το δικό της εθνικό περίπτερο το 1934 (αρχιτέκτονες Γ. Παπανδρέου, B. Del Giudice) σε ρυθμό νεοβυζαντινό, ίσως για να υπενθυμίσει την ελληνικότητα του Βυζαντίου, θέμα επίκαιρο στην Ελλάδα εκείνη την εποχή λόγω των εθνικιστικών βαλκανικών ανταγωνισμών. Την ίδια χρονιά η χώρα άρχισε να συμμετέχει στην Biennale Τέχνης με πρωτοβουλία του γλύπτη, καθηγητή της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών και ακαδημαϊκού Κώστα Δημητριάδη. Στην Biennale Αρχιτεκτονικής η χώρα μας συμμετείχε για πρώτη φορά όταν η έκθεση ανοίχτηκε και σε εθνικές συμμετοχές, δηλαδή στην 5η (το 1991), με οργανωτικό φορέα το Υπουργείο Πολιτισμού και με πρωτοβουλία του αρχιτέκτονα Γιάννη Σαΐτα και του τότε αντιπροέδρου της Κυβέρνησης Τζαννή Τζαννετάκη. Από τότε λαμβάνει μέρος ανελλιπώς, με φορέα μέχρι το 2008 το Υπουργείο Πολιτισμού και από το 2010 το Υπουργείο Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής (ΥΠΕΚΑ).
Οι εκθεσιακές αφηγήσεις που παρουσιάζονται στις επόμενες σελίδες δίνουν η καθεμιά τη δική της απάντηση.
Βιβλιογραφία
http://www.labiennale.org
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην περιοδική έκδοση “αρχιτέκτονες τεύχος 12/13, Μάιος-Ιούνιος 2014