Αρχιτεκτονική

BIENNALE Καταγραφές – Ερωτήματα | “αρχιτέκτονες”

Μια συζήτηση μεταξύ της Συντακτικής Επιτροπής και των αρχιτεκτόνων-επιτρόπων:
Ε. Φεσσά, Τ. Κουμπή, Η. Ζέγγελη, Φ. Ωραιόπουλου, Χ. Χάρη, Κ. Κοτζιά, Κ. Φιλοξενίδου, Ά. Σκιαδά, Γ. Αίσωπου στα γραφεία του ΣΑΔΑΣ-ΠΕΑ την Πέμπτη 10 Απριλίου 2014. Τη συζήτηση συντόνισε η αρχιτέκτων Κ. Θεοδώρου
Απομαγνητοφώνηση: Κ. Θεοδώρου, Μ. Κωσταροπούλου
Επιμέλεια κειμένων – Συντονισμός ύλης: Β. Παναγιωτοπούλου

Επ’ ευκαιρία της φετινής 14ης Biennale Αρχιτεκτονικής στη Βενετία, της οποίας την προβολή και δημοσιοποίηση έχει αναλάβει ο ΣΑΔΑΣ-ΠΕΑ, η Συντακτική Επιτροπή της περιοδικής έκδοσης ‘‘αρχιτέκτονες’’ κάλεσε σε συζήτηση τους εθνικούς επιτρόπους από ενάρξεως της ελληνικής συμμετοχής (5η, 1991) μέχρι σήμερα (14η, 2014).

Η συνάντηση ξεκίνησε με τοποθετήσεις των παρευρισκομένων επιτρόπων πάνω στα ερωτήματα που τους είχαν ήδη αποσταλεί με την πρόσκληση:
«Σκοπός της συζήτησης είναι η διάθεση να καταγραφούν τα ερωτήματα που τίθενται, καθώς και οι θέσεις ή οι αντιθέσεις που προκύπτουν από την εκάστοτε θεματολογία των Biennali, επίσης η διαχρονική ή όχι αξία αυτών των διεθνούς εμβέλειας εκθέσεων. Ποια η συμβολή τους στη διαμόρφωση θεσμών και δεσμών, και στον εντοπισμό αντιθέσεων μέσα στη διεθνή αρχιτεκτονική κοινότητα; Η ελληνική συμμετοχή έχει επικοινωνήσει, τόσο στο εσωτερικό της μέτωπο όσο και στη διεθνή σκηνή μέχρι σήμερα, κάποια κομβικά σημεία και ποια είναι αυτά;».

Οι αρχιτέκτονες-επίτροποι Α. Γιακουμακάτος, Α. Καρανδεινού, Σ. Γιαμαρέλος, Φ. Γιαννίση και Ζ. Κοτιώνης, οι οποίοι δεν παρευρέθηκαν, συμμετέχουν με κείμενο που απέστειλαν και δημοσιεύεται σε συνέχεια των αρχικών τοποθετήσεων της συνάντησης. Ακολουθεί η συζήτηση μεταξύ των επιτρόπων και των μελών της ΣΕ.

ΜΕΡΟΣ Ι- τοποθετήσεις  (Δείτε το ΜΕΡΟΣ ΙΙ-συζήτηση εδώ)

Ε. Φεσσά-Εμμανουήλ

Ελένη Φεσσά-Εμμανουήλ (5η)_Ήθελα να τονίσω ότι από πλευράς επιτροπής και προγραμματισμού, παρόλο που ήταν πολύ στενός ο χρόνος, έγινε τότε ό,τι ήταν ανθρωπίνως δυνατό. Αν δεν υπήρχε ο Γιάννης Σαΐτας, η Ελλάδα θα ήταν απούσα από αυτή τη διεθνή διοργάνωση – είναι αρχιτέκτων, ερευνητής, ειδικευμένος στην έρευνα της αρχιτεκτονικής της Μάνης και ήτανε τότε στο Υπουργείο Πολιτισμού. Ο υπότιτλος αυτής της Biennale ήτανε «Παρελθόν, παρόν και μέλλον της ελληνικής αρχιτεκτονικής». Το παρελθόν το άμεσο εκπροσωπείται από την έκθεση του Πικιώνη. Ήταν μια εποχή όπου ανθούσε η αποδόμηση, ο μεταμοντερνισμός. Εμείς λοιπόν, επειδή ήταν η πρώτη φορά που η Ελλάδα έβγαινε στο εξωτερικό, είπαμε να δείξουμε μια θετική εικόνα για το άμεσο παρελθόν, για το παρόν και για το μέλλον. Το μέλλον ήταν οι ιδέες για το ελληνικό περίπτερο, από 18, νομίζω, ομάδες νέων αρχιτεκτόνων. Το παρόν ήταν τέσσερις Έλληνες αρχιτέκτονες (ο Δημήτρης και η Σουζάνα Αντωνακάκη, ο Αλέξανδρος Τομπάζης και ο Νίκος Βαλσαμάκης), οι οποίοι αντιπροσώπευαν διαφορετικές προσεγγίσεις και κοσμοθεωρίες, δόκιμοι αρχιτέκτονες, είχανε το δικαίωμα να προβληθούν. Και βεβαίως ο Πικιώνης, μια μορφή καταξιωμένη. «Η ελληνική αρχιτεκτονική» ήταν ο γενικός τίτλος.
Πιστεύω ότι η σύγχρονη ελληνική αρχιτεκτονική κατόρθωσε παρά τις αντικειμενικές δυσκολίες να μην απουσιάζει από μια διεθνή εκδήλωση με τεράστια προβολή. Είναι όμως επίσης γεγονός η πληθωρική συμμετοχή μας στην 5η Biennale με τέσσερις εκθέσεις, γιατί υπήρξε και μια τέταρτη της Σχολής Αρχιτεκτόνων της Θεσσαλονίκης (στο πλαίσιο της έκθεσης των 43 αρχιτεκτονικών σχολών από όλο τον κόσμο).
Λοιπόν, ήτανε μια αξιοπρεπής παρουσία και έδωσε στους ξένους μια ιδέα για το άμεσο παρελθόν, το παρόν και το μέλλον της σύγχρονης ελληνικής αρχιτεκτονικής. Είναι όμως γεγονός ότι η τότε Ελλάδα δεν μπόρεσε να πει κάτι το σημαντικό στην παγκόσμια αρχιτεκτονική κοινότητα. Δεν κατόρθωσε να ενημερώσει, γιατί δεν υπήρχε εμπειρία από μέρους του Υπουργείου Πολιτισμού. Εμείς ως υποεπίτροποι είχαμε ευθύνη μόνο των εκθέσεων και όχι της γενικής διοργάνωσης ούτε της προβολής – είτε προς τα έξω είτε προς τα μέσα. Επίσης, η πολιτική του λίγο απ’ όλα, λίγο Πικιώνη, λίγο δόκιμοι αρχιτέκτονες, λίγο νέοι, μείωσε τη σημασία αυτών που θέλαμε να πούμε ο καθένας από μας.

Η μπροσούρα της ελληνικής συμμετοχής για την έκθεση «Δημήτρης Πικιώνης 1887-1968» στην 5η Biennale Αρχιτεκτονικής, φωτ. αρχείο Ε. Φεσσά-Εμμανουήλ
Η μπροσούρα της ελληνικής συμμετοχής για την έκθεση «Δημήτρης Πικιώνης
1887-1968» στην 5η Biennale Αρχιτεκτονικής, φωτ. αρχείο Ε. Φεσσά-Εμμανουήλ

Το θέμα της δεύτερης έκθεσης ορίστηκε από επταμελή Συμβουλευτική Επιτροπή του Υπουργείου Πολιτισμού, στην οποία συμμετείχα, έναν περίπου μήνα μετά τη σύστασή της. Είχε ήδη αποφασιστεί να γίνουν η έκθεση Πικιώνη και η έκθεση του περιοδικού «Τεύχος» με θέμα «Ιδέες για το ελληνικό περίπτερο». Επιπλέον, ο Άρης Κωνσταντινίδης δεν αποδέχτηκε την πρόταση να συμμετάσχει στην 5η Biennale της Βενετίας, την οποία υποστήριξε ο πρόεδρος του Συλλόγου Αρχιτεκτόνων και μέλος της Συμβουλευτικής Επιτροπής Βασίλης Γρηγοριάδης. Ανέλαβα την ευθύνη της προπαρασκευής της έκθεσης των τεσσάρων αρχιτεκτόνων μέσα σε ασφυκτικά χρονικά και οικονομικά όρια, μολονότι δεν συμφωνούσα με το θέμα της, αφού είναι σε όλους μας γνωστό ότι τα δημόσια κτήρια αποτελούν τον μεγάλο ασθενή της αρχιτεκτονικής μας. Το έκαμα όμως γιατί, αν δεν γινόταν αυτή η έκθεση, η χώρα μας θα συμμετείχε για πρώτη φορά σε μια εκδήλωση της διεθνούς αρχιτεκτονικής επικαιρότητας χωρίς κτήρια ζωντανών και δόκιμων αρχιτεκτόνων. Και αυτό, πιστεύω, θα ισοδυναμούσε με δήλωση ότι η αρχιτεκτονική μας έχει μόνο παρελθόν και μέλλον.
Τα λιγοστά έργα που μπόρεσαν να εκτεθούν στα 82 τ.μ. του μισού ελληνικού περιπτέρου τα επέλεξαν οι ίδιοι οι αρχιτέκτονες. Χρειάστηκε όμως να διευρύνω το θέμα ώστε να μπορέσουν να εκτεθούν και ιδιωτικά κτήρια δημόσιας χρήσης, όπως ήταν η Τράπεζα Πίστεως του Βαλσαμάκη. Είναι ωστόσο γεγονός ότι οι τέσσερις αρχιτέκτονες θα είχαν να δείξουν καλύτερα έργα τους σε μια ομαδική έκθεση με ελεύθερο θέμα, αντί της θεματικής στην οποία πήραν μέρος. Για το λόγο αυτό δόθηκε ιδιαίτερο βάρος στον μεγάλο κατάλογο της έκθεσης, όπου οι αρχιτέκτονες είχαν τη δυνατότητα να παρουσιάσουν τις ιδέες και τα αντιπροσωπευτικότερα έργα τους με δική τους επιλογή. Ανάλογη ευκαιρία για παρουσίαση της δουλειάς τους δόθηκε με την παραγωγή μιας βιντεοταινίας διάρκειας 20 λεπτών. Ο κατάλογος εκδόθηκε με τη δική μου επιστημονική επιμέλεια και χορηγία της Τράπεζας Πίστεως, η οποία κάλυψε και ένα μέρος της δαπάνης παραγωγής της βιντεοταινίας.

 

Άποψη από την έκθεση «Νέα δημόσια κτήρια των Σουζάνα και Δημήτρη Αντωνακάκη, Νίκου Βαλσαμάκη, Αλέξανδρου Τομπάζη» στην 5η Biennale Αρχιτεκτονικής, φωτ. αρχείο Ε. Φεσσά-Εμμανουήλ

Θα ήθελα να προσθέσω λίγα λόγια για τη φιλοσοφία και την τακτική της δεύτερης έκθεσης. Στην έκθεση αυτή προσπαθήσαμε να κάνουμε πράξη το γνωμικό «ουκ εν τω πολλώ το ευ» και την αρχή της ενότητας στην ποικιλία. Είχα τρεις τοίχους και στον κάθε τοίχο το έργο ενός αρχιτέκτονα. Προσπαθήσαμε λοιπόν να το δείξουμε μ’ έναν τρόπο λιτό και ενιαίο, ο οποίος όμως δεν εξαφάνιζε τις μεγάλες διαφορές μεταξύ τους. Η εκθεσιακή φιλοσοφία δεν μπόρεσε να εφαρμοστεί στο βαθμό που θα το επιθυμούσα. Βασικά στοιχεία αυτής της φιλοσοφίας είναι ότι η χώρα μας έχει υποχρέωση να τιμήσει εν ζωή και χωρίς μιζέριες τους άξιους αρχιτέκτονές της και να προβάλει προς τα έξω ό,τι καλύτερο έχει να δείξει η αρχιτεκτονική της. Αυτά πολλές χώρες τα έκαναν συστηματικά από χρόνια για εξωτερική προβολή, όχι για εσωτερική κατανάλωση.
Λοιπόν, εδώ θα ήθελα να πω κάτι που νομίζω είναι γενικότερο και πρέπει να προσεχτεί στο μέλλον. Όταν επιλέγεις δόκιμους αρχιτέκτονες να σ’ εκπροσωπήσουν στο εξωτερικό, τους δίνεις τον πρώτο λόγο• όχι το δεύτερο ή τον τρίτο, όπως έγινε στην 5η Biennale Αρχιτεκτονικής της Βενετίας. Γιατί αυτοί που παράγουν τα αρχιτεκτονικά αγαθά δεν είναι σωστό να έχουν λιγότερο αποφασιστικό ρόλο από εκείνους που τα προωθούν ή τα διαχειρίζονται, δηλαδή την άλφα ή τη βήτα υπηρεσία ή επιτροπή, τον άλφα ή τον βήτα επίτροπο, φορέα ή επιχείρηση. Αυτός ήταν ένας προβληματισμός, διότι οπωσδήποτε άλλοι βάζουν το θέμα. Τους λέμε, έτσι, αυτό είναι το θέμα, αυτό μπορείς να κάνεις – δηλαδή δεν έχει ουσιώδη λόγο ο αρχιτέκτονας στο ποιον επιλέγουμε να παρουσιάσουμε, να συμμετάσχει εκεί. Είναι πολύ μεγάλη η εξουσία των επιτρόπων.
Προσπάθησα ως επίτροπος να τους δώσω ρόλο. Δηλαδή το ποια έργα μπήκαν εκεί τα επιλέξαμε μαζί. Οργανώθηκε και μια γωνιά σαν βιβλιοθήκη, όπου είχαμε όλες τις τότε εκδόσεις αρχιτεκτονικής, για να μπορέσει ο επισκέπτης να βρει ό,τι υπήρχε, τα περιοδικά που κυκλοφορούσαν εκείνη την εποχή, τα βιβλία που είχανε βγει, και κυρίως ξενόγλωσσα. Είναι αλήθεια ότι η σύγχρονη ελληνική αρχιτεκτονική κατόρθωσε, παρά τις αντικειμενικές δυσκολίες, να μην απουσιάζει από μια διεθνή εκδήλωση μεγάλης προβολής. Είναι επίσης αλήθεια ότι η πληθωρική συμμετοχή μας στην 5η Biennale της Βενετίας, με τέσσερις εκθέσεις, υπήρξε αξιοπρεπής και έδωσε στο διεθνές κοινό της έκθεσης μιαν ιδέα για το άμεσο παρελθόν, το παρόν και το μέλλον της σύγχρονης ελληνικής αρχιτεκτονικής. Είναι όμως γεγονός ότι η χώρα μας δεν κατόρθωσε να πει κάτι το σημαντικό στην παγκόσμια αρχιτεκτονική κοινότητα και ότι δεν έδειξε τον καλύτερό της εαυτό. Με την πολιτική μάλιστα του «λίγο απ’ όλα» –λίγο Πικιώνη, λίγο δόκιμους αρχιτέκτονες και λίγο νέους– μειώθηκε και η αξία των όσων θελήσαμε να δείξουμε.
Η σχέση με τον τύπο αφορούσε κυρίως την προβολή στο εσωτερικό. Δηλαδή, γέμισαν οι ελληνικές εφημερίδες, και στις ξένες το γεγονός δεν είχε απήχηση. Μάλιστα ήταν τόσο κακή η διοργάνωση από πλευράς Υπουργείου, που οι τιμώμενοι αρχιτέκτονες μέσα στο περίπτερο δεν είχαν προσκληθεί στη δεξίωση υποδοχής των επιτρόπων, των επισήμων, και για να μην προσβληθούν πήρα τρεις προσκλήσεις εγώ και τις έγραψα για να τις δώσω. Θα μαθαίνανε ότι έγινε δεξίωση, θα ήταν όλοι οι άλλοι αρχιτέκτονες των υπόλοιπων χωρών, και οι δικοί μας που ήταν εκεί προσκεκλημένοι, έχοντας μάλιστα ξοδέψει αρκετά χρήματα, θα ήτανε απόντες.
Θα κλείσω με δύο λόγια για το επικοινωνιακό ζήτημα των ελληνικών συμμετοχών στις Biennali Αρχιτεκτονικής της Βενετίας, βασιζόμενη στην εμπειρία του 1991. Η μεγάλη προβολή της πρώτης ελληνικής συμμετοχής οφειλόταν κυρίως σ’ εκείνους που αναμείχθηκαν στη διοργάνωσή της – συμβούλους, υπεύθυνους φορείς, επιτρόπους. Ο κύριος όγκος των δημοσιευμάτων έγινε στον εγχώριο τύπο με εικονογραφημένες ανταποκρίσεις από την αναγγελία της ελληνικής συμμετοχής στην Αθήνα και από τα επίσημα εγκαίνια των τεσσάρων εκθέσεων στη Βενετία, παρουσία της τότε υπουργού Πολιτισμού Άννας Ψαρούδα-Μπενάκη, των επικεφαλής της Συμβουλευτικής Επιτροπής και υπηρεσιακών παραγόντων. Αντίθετα, δεν οργανώθηκε στη Βενετία η καθιερωμένη συνέντευξη προς εκπροσώπους του ξένου τύπου, η οποία θα συνέβαλε στη διεθνή προβολή του περιεχομένου της ελληνικής συμμετοχής. Το «ελληνικό δαιμόνιο» κατόρθωσε να «αξιοποιήσει» μια διεθνή ευκαιρία για να κερδίσει τις εύκολες μάχες των εντυπώσεων στο εσωτερικό, μάχες που είχαν μικρή ή καμία σχέση με την παρουσία της ελληνικής αρχιτεκτονικής στον διεθνή ορίζοντα. Εξού και το εύλογο ερώτημα, το οποίο δεν αφορά μόνο την 5η Biennale Αρχιτεκτονικής, αλλά και τις επόμενες: ποιο ήταν τελικά το όφελος των ελληνικών συμμετοχών στη διεθνή αυτή διοργάνωση και ποιους αφορά;

Η. Ζέγγελης, Τ. Κουμπής, Γ. Αίσωπος
Η. Ζέγγελης, Τ. Κουμπής, Γ. Αίσωπος

Τάκης Κουμπής (5η)_Η δική μας πρόταση, «18 ιδέες για το ελληνικό περίπτερο», ήταν μια πρόταση από το περιοδικό «Τεύχος», το οποίο τότε ήταν νεοσύστατο. Στη Σ.Ε. ήμασταν ο Γιώργος Σημαιοφορίδης, ο Γιώργος Τζιρτζιλάκης, ο Χρήστος Παπούλιας κι εγώ. Η πρόταση, λοιπόν, προέκυψε από το «Τεύχος» και υλοποιήθηκε κατ’ ουσίαν από μένα ως επίτροπο και από τους έτερους της ομάδας ως επιμελητές.
Το περίεργο είναι το εξής: Το «Τεύχος» κυκλοφόρησε ως περιοδικό αρκετά ριζοσπαστικό για την εποχή του. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι δημιούργησε διαμάχη με το κατεστημένο: πανεπιστημιακό, ακαδημαϊκό, ή όπως θέλετε πέστε το, που κατά τρόπο περίεργο φάνηκε αρκετά γενναιόδωρο. Μας έδωσε δυνατότητα συμμετοχής μέσα σε ένα πνεύμα πλουραλισμού. Δεν ξέρω βέβαια, αν ήμασταν μόνοι μας, αν θα μας έκαναν αυτή την τιμή. Ωστόσο πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι ήταν μια πρόταση που μπορούσε να φτάσει μέχρι τις πιο ακραίες εκφάνσεις της. Δηλαδή δεν έφερε καμιά διαπραγμάτευση, οπότε και μπορούσε να έχει το συγκερασμό των νέων αρχιτεκτόνων. Συμμετείχαν και αρχιτέκτονες μεγάλοι της εποχής: ο Ηλίας Ζέγγελης, η Ελένη Τσιγάντε, ο Παναγιώτης Κουλέρμος, οι οποίοι ήταν η πλευρά του εξωτερικού. Διότι υπήρχε κι ένα πνεύμα «τι κάνουμε με τους αρχιτέκτονες της διασποράς;» – θέμα που δεν είχε συζητηθεί μέχρι τότε. Δεν μπορούσες δηλαδή να πας και να προτείνεις Έλληνες αρχιτέκτονες που ζουν στο εξωτερικό, αυτό δεν μπορούσες ακόμα να το διανοηθείς την εποχή εκείνη, έπρεπε κι εκεί να δώσεις μια μάχη. Βέβαια, εφόσον δεν υπήρχαν όροι πάνω στο τραπέζι, γι’ αυτό κι εμείς κάναμε αυτό που θέλαμε.
Στη συνέχεια, για το περίπτερο, εκεί κάναμε μια ακραία πρόταση –για τότε–, που φαίνεται στο στήσιμο της έκθεσης, η οποία δομήθηκε σαν ένα γλυπτό. Στην ουσία οι ιδέες για το ελληνικό περίπτερο ήταν μια προσπάθεια να ανασχηματίσουμε όχι μόνο το περίπτερο ως αρχιτεκτονική μελέτη, αλλά να βρούμε και νέες ιδέες, νέα concepts, νέες αντιλήψεις. Μοιραία πέφταμε στο ερώτημα του εκθεσιακού. Πώς θα το εκθέσεις; Τι σημαίνει αυτό; Πώς να συγκεράσεις και τις δυο πλευρές, από τη μια το εκθεσιακό, το εκθέτειν, και από την άλλη το αρχιτεκτονείν; Οπότε υπήρξε αυτή η πρόταση: η ιδέα και βέβαια η βαρύτητα του ότι, αν είχαμε 18 προτάσεις για το ελληνικό περίπτερο και ένα κτήριο που ήταν βυζαντινό – και δεν μας ταίριαζε καθόλου φυσικά–, παρ’ όλα αυτά θέλαμε να κάνουμε κάποιες προτάσεις που να είναι πιο ριζοσπαστικές.
Οι αρχιτέκτονες που κατέθεσαν τις σημαντικές προτάσεις ήταν και από το εσωτερικό και από το εξωτερικό. Συμβαίνει δηλαδή ένας συγκερασμός που δεν δίνει τοπικιστικό στίγμα, που δεν το θέλαμε και καθόλου, παρότι εκείνη την εποχή ήτανε διάχυτο στον ελληνικό χώρο – σημειώστε ότι το ’90, υπό τον Frampton, εμείς πηγαίναμε κόντρα σ’ αυτόν και φυσικά σ’ ένα κατεστημένο πανεπιστημιακό.
Δεκαοχτώ προτάσεις λοιπόν. Πώς θα ταιριάξουν μαζί και θα φτιάξουν μια ιδέα; Γιατί και το εκθέτειν είναι μια ιδέα, με την έννοια ότι εμείς δεν είμαστε φιλόσοφοι, που, όπως έλεγε ο Deleuze, θα κατασκευάσουν ιδέες, αλλά θα έπρεπε να έχουμε κάποιες αισθητές ιδέες, κάποιες μορφές –όπως είναι και η πρόταση–, η αρχιτεκτονική είναι μια τελική μορφή και με αυτή την έννοια παράγουμε. Μας ενδιαφέρει βέβαια και αυτή η δέσμη αισθημάτων, που λέει ο Deleuze – μ’ αυτή την έννοια προσπαθούσαμε να αναφερθούμε στο εκθεσιακό, σαν κάτι θεωρητικό αλλά και σαν κάτι που μπορεί να συνταιριάζει και τα υπόλοιπα ερωτήματα.

pe12-13_Scan-140505-0003
Η κάτοψη της έκθεσης «Ιδέες για το ελληνικό περίπτερο» στην 5η Biennale Αρχιτεκτονικής

Τέθηκε λοιπόν το ζήτημα της Βενετίας –πόλη λαβυρινθώδης–, μια διαδρομή μέσα στο νερό. Έναυσμα για να φτιάξουμε έναν εκθεσιακό λαβύρινθο. Φτιάχτηκε λαβύρινθος, φτιάχτηκαν κανάλια. Ήταν σαν να πέρναγες μέσα από τα κανάλια και να έβλεπες τα διάφορα κτήρια, τα οποία εμφανίζονται μπροστά σου. Ο λαβύρινθος συγκροτείτο με λαμαρίνες που στεκόντουσαν στον αέρα. Κάναμε και την ατασθαλία να τρυπήσουμε με μεγάλες ντίζες το πάτωμα ώστε να στερεώσουμε. Κι αυτή η αιώρηση που δημιουργήθηκε ήταν απ’ τη μια μεριά τυφλή –σαν να πέρναγες από μπροστά και να μην έβλεπες–, γιατί από μέσα γύριζε, και εκεί περιλάμβανε τη μακέτα κάτω και τα σχέδια πάνω στο κάθετο τελάρο. Η μακέτα ακουμπούσε πάνω στο «δίπλωμα» σαν ένα είδος Ζ και εκεί πάνω γινόταν η παρουσίαση.
Η εμφάνιση λοιπόν από την πόρτα ήταν ακριβώς σαν μια διαδρομή, μια αποκάλυψη μέσα σ’ αυτή την κίνηση του περιπτέρου. Η έκθεση, το θέμα του περιπτέρου, ήταν το ίδιο το περίπτερο, το ίδιο το κτήριο, το ίδιο το ερώτημα περί του χώρου τελικά. Η διαδρομή πιστεύω ότι δεν ήταν μια παρουσία τελείως συμβατική, αρχιτεκτονική. Θυμάμαι ότι υπήρχαν πολλές γνώμες αντιφατικές, αλλά και καθηγητές όπως ο Λιάπης, που τότε ήταν πολύ ενθουσιασμένος με την παρουσίαση. Φτάνεις σ’ ένα σημείο που λες πώς γίνεται, τη στιγμή που μπορεί να διακινδυνεύεις τα πάντα, να βρίσκεις κάποιες συμμαχίες που δεν τις περιμένεις. Κι αυτό είναι το ρίσκο που έχει η Biennale. Γιατί η Βενετία δεν είναι μια οποιαδήποτε έκθεση, μια Biennale νέων ή παλαιών αρχιτεκτόνων, είναι μια συγκεκριμένη έκθεση, η οποία απευθύνεται σε ένα ευρύτερο διεθνές κοινό, το οποίο μέσα σε ελάχιστο χρόνο πρέπει να έχει μια σαφέστατη άποψη. Πρέπει η πρόταση να μπορεί να διακριθεί και να κατανοηθεί γρήγορα. Και φυσικά, μέσα σ’ όλα αυτά τα ερωτήματα που τριγυρίζουν, πρέπει να έχει μια ριζική, ριζοσπαστική θέση. Αυτή είναι η άποψή μου.

Άποψη της έκθεσης «Ιδέες για το ελληνικό περίπτερο» στην 5η Biennale Αρχιτεκτονικής
Άποψη της έκθεσης «Ιδέες για το ελληνικό περίπτερο»
στην 5η Biennale Αρχιτεκτονικής

Τέθηκε το ερώτημα αν θα έμενε το περίπτερο ως έχει. Το οποίο κατασκευάστηκε με τα τούβλα αυτά τα περίφημα και τις λεπτομέρειες του νεοβυζαντινού ρυθμού, και παραμένει ως τώρα ένα ζήτημα, γιατί οι μοντερνιστές δεν μπορούσαν να το αποδεχτούν. Υπήρχε μια πλευρά – ήμασταν τότε σ’ ένα κλίμα «τέλος του μεταμοντέρνου»–, κάποιες απηχήσεις μέσα στις προτάσεις –κάποιες από τις 18–, αλλά υπήρχαν και οι αντίθετες, κάποιες πιο ριζικές προτάσεις, οι οποίες αμφισβητούσαν όλο το μεταμοντέρνο. Έθεταν σοβαρά δείγματα επιστροφής στο μοντερνισμό ή στις αφετηρίες του μοντερνισμού, και φυσικά μέσα σ’ αυτό το πνεύμα, σ’ ένα περίπτερο το οποίο αμφισβητούσαμε. Γι’ αυτό κάναμε και τις προτάσεις αυτές, για να φύγουμε απ’ αυτόν το βραχνά, απ’ αυτόν τον εφιάλτη του εκλεκτικισμού, του ιστορικισμού, της παράδοσης, αυτού που ήταν τότε οι Ερινύες – γιατί σκεφτείτε ότι το μεταμοντέρνο ήταν τότε όλο νοσταλγία, επιστροφή και μπλα μπλα, και έπρεπε το ’91 ν’ αρχίσουμε να κάνουμε μια κίνηση να φεύγουμε απ’ αυτές τις οχλήσεις και τις, ας το πούμε, πιέσεις.

Ηλίας Ζέγγελης (7η)_Ναι, αυτός ήταν ο τίτλος που είχε δώσει ο Fuksas, «Η Πόλη: Λιγότερη αισθητική, περισσότερη ηθική», κι εγώ… πάνε και τόσα χρόνια πίσω, δεν θυμάμαι και πολλά, αλλά εκείνο που θυμάμαι είναι ότι είχα ζήσει μέχρι εκείνη την εποχή, τα περισσότερα χρόνια, στο εξωτερικό και στην Αγγλία –ήμουν νεόφερτος, είχα τότε κάτι αναθέσεις στην Κεφαλονιά με τον Τρίτση, που μ’ είχε ξαναφέρει πίσω εδώ στην Ελλάδα–, και όταν μου αναθέσανε την Biennale έτυχε συμπτωματικά και ο ίδιος ο Fuksas να μου ζητήσει να κάνω ένα δικό μου περίπτερο, ανεξάρτητο από το να είμαι επίτροπος του ελληνικού περιπτέρου, και σκέφτηκα να συνδυάσω αυτά τα δύο. Στο μεν δικό μου περίπτερο έκανα αυτό για το οποίο μίλησε ο Τάκης (Κουμπής), την πρόταση την οποία είχα κάνει για τον Τάκη (5η Biennale). Βασικά (προς Κουμπή), αυτό που μας είχες δώσει ήταν να ξανασχεδιάσουμε το περίπτερο. Πώς θα το βλέπαμε, με τι κτήριο να αντικατασταθεί; Μια κάπως απλοποιημένη μορφή της μακέτας που είχα κάνει για σένα ήταν εκείνο που έκανα για τον Fuksas και το έστησα κοντά στο ελληνικό περίπτερο στον ίδιο χώρο• στο μέσα βέβαια, στο εσωτερικό, σκέφτηκα ότι εκείνη την εποχή, εκτός απ’ τη δυάδα Κωνσταντινίδη-Ζενέτου, υπήρχε και χρειαζότανε να προβληθεί στο εξωτερικό κάτι πιο φρέσκο, και πρότεινα –είχα και την πολύτιμη συνεργασία τότε της Ελένης Κωστίκα, γιατί δεν ήξερα και πολύ καλά τον ελληνικό χώρο– να πλησιάσουμε τη νεολαία. Οπότε βασικά τα εκθέματα ήτανε από νέους αρχιτέκτονες που είχαν μόλις αρχίσει να προβάλλονται εκείνη την εποχή. Πάνω σ’ αυτό δεν έχω και εικόνες, δεν ξέρω αν υπάρχουν και εικόνες. Ο Ζήσης Κοτιώνης, ο Παντελής Νικολακόπουλος, ο Νίκος Κτενάς –που τον ανακάλυψα εκείνη την εποχή και του ζήτησα να εκθέσει–, πολλοί άνθρωποι… Πιο πολλά δεν θυμάμαι δυστυχώς.

Κωνσταντίνα Θεοδώρου_Μια ερώτηση διευκρινιστική. Το πρώτο περίπτερο ήταν εκείνο με τους νέους αρχιτέκτονες, το δεύτερο, που ήταν η πρόσκληση από τον γενικό επίτροπο, τον Fuksas, είχε κι αυτό κάποια έκθεση μέσα ή ήταν το ίδιο το περίπτερο το έκθεμα;

Η.Ζ._Ήταν το ίδιο το περίπτερο η έκθεση.

Πανό στα Giardini για την έκθεση «Less Aesthetics, More Ethics» της 7ης Biennale Αρχιτεκτονικής, πηγή: www.flickr.com
Πανό στα Giardini για την έκθεση «Less Aesthetics, More Ethics» της 7ης Biennale Αρχιτεκτονικής, πηγή: www.flickr.com

Τάκης Κουμπής (8η)_Κοιτάξτε, ο τίτλος της Biennale ήταν το «Next». Ήμασταν σε μιαν εποχή όπου, υπό την επήρεια των «φουτουριστών», βλέπουμε κτήρια τα οποία ήταν πολύ «κομπιούτερ», γύρω γύρω υπήρχαν τέτοιες ιδέες, ότι το μέλλον θα ήταν κάτι τέτοιο, υπήρχε λοιπόν και ανάλογο κλίμα. Παντού, σε όλα τα περίπτερα, κυριαρχούσαν τα τοπολογικο-μη ευκλείδεια, ας το πούμε. Λοιπόν, εμείς, συνεχίζοντας αυτή την ιστορία, ξεκινήσαμε εντελώς κόντρα σε όλο αυτό, που δεν ήταν και πολύ κατανοητό, γιατί για μας το «Next» δεν ήταν όλα αυτά, αλλά αυτό (το absolute realism), ό,τι είναι σήμερα δηλαδή. Το «Next» ήτανε ο ρεαλισμός, ο οποίος εκείνη τη στιγμή ήρθε κόντρα σ’ αυτή την πλευρά, ας την πούμε φουτουριστική ή υπερρεαλιστική, η οποία θα άγγιζε περισσότερο και μια ουτοπική διάσταση – αυτό ήθελαν οι αρχιτέκτονες μέσα στο κλίμα της εποχής.

Η είσοδος του ελληνικού περιπτέρου, με την έκθεση «Athens 2002: Absolute Realism», στην 8η Biennale Αρχιτεκτονικής, φωτ. αρχείο Τ. Κουμπή
Η είσοδος του ελληνικού περιπτέρου, με την έκθεση «Athens 2002: Absolute Realism», στην 8η Biennale Αρχιτεκτονικής, φωτ. αρχείο Τ. Κουμπή

Η έκθεση λοιπόν είχε ως θέμα την Αθήνα. O τίτλος ήταν «Αθήνα 2002: Απόλυτος ρεαλισμός» – είχε πάλι ένα δυνατό σκεπτικό. Από τη μια να παρουσιάσει την Αθήνα όπως δεν την έχουμε δει, όπως δεν θέλουμε να τη δούμε ή όπως αποφεύγουμε να τη δούμε, και όχι μόνο: τολμήσαμε αυτό το πράγμα να το δείξουμε σε διεθνή χώρο.
Φανταστείτε, είχα κρατήσει και το βιβλίο των εντυπώσεων –μπορούμε να μιλάμε ώρα–, ήταν τρομερές οι εντυπώσεις, θετικά, αρνητικά, ό,τι θέλετε, τα πάντα. Ήταν μια αναστάτωση αυτή η ιστορία, γιατί δεν ήμασταν συνηθισμένοι σαν αρχιτέκτονες αυτό που δουλεύουμε στην καθημερινή μας δουλειά να το βγάζουμε και προς τα έξω. Μετά φτιάχνουμε μιαν άλλη εικόνα, κάπως ωραία, φτιάχνουμε τις φωτογραφίες κ.λπ. Λοιπόν, δουλέψαμε πάνω στο να παρουσιαστεί η Αθήνα όπως ήταν λίγο πριν από τους Ολυμπιακούς Αγώνες και να μη μιλήσουμε γι’ αυτό καθόλου, να μη μιλήσουμε για τους Ολυμπιακούς, αλλά γι’ αυτή την πόλη, που τόσα χρόνια ζούμε μέσα της, αλλά δεν έχουμε μιλήσει για το πώς να την αντιμετωπίσουμε. Ήτανε λοιπόν μια πρόταση αντιμετώπισης της πόλης, όχι με την έννοια ότι δεν υπάρχουν οι αρχιτέκτονες – βγήκε το τεύχος του συλλόγου με τίτλο «Αρχιτεκτονική χωρίς αρχιτέκτονες». Μα ναι, εδώ δεν ήταν το ζήτημα, με αρχιτέκτονες ή χωρίς, ήταν η ίδια η πόλη το θέμα• πώς την εκθέτεις και πώς την παρουσιάζεις; Επιχειρήσαμε λοιπόν να κάνουμε δύο πράγματα, να εμφανίσουμε την πόλη, αλλά να την εμφανίσουμε με τρόπο αρχιτεκτονικό, δεν θέλαμε να κάνουμε μια κοινωνιολογία της αρχιτεκτονικής, δεν θέλαμε μια φιλολογία τύπου «συζητάμε γι’ αυτό το ζήτημα». Θέλαμε αρχιτεκτονικά να μπορέσουμε να το βάλουμε μέσα στο εκθεσιακό – γιατί υπήρχε πάντα το ζήτημα του εκθέτειν, που ξεκίνησε, όπως είπαμε, το 1991. Λοιπόν, το 2002 αναλαμβάνει τον εκθεσιακό σχεδιασμό ο Richard Scoffier –με τον οποίο συνδεόμαστε χρόνια στη Γαλλία– και ο οποίος επιχείρησε να κάνει ένα είδος περιπτέρου εντός του περιπτέρου. Είναι η δεύτερη φορά που επανερχόμαστε στην ιδέα του περιπτέρου. Kαι γίνεται ένα πλάνο: όλος ο όγκος ακουμπούσε στα εσωτερικά περιβλήματα του περιπτέρου και μέσα εκεί δημιουργούσε γωνίες, οπτικές, όπως είναι η ίδια η πόλη, που θύμιζε, αν θέλετε, και αυτές τις πόλεις τις κυκλαδικές, τις Χώρες. Μέσα σ’ αυτά τα περάσματα υπήρχαν 12 προβολείς που ο καθένας είχε μία ενότητα και προέβαλλε αυτόματα γύρω στα 1.000 slides, τα οποία τα είχαμε φτιάξει μόνοι μας, δεν είχαμε φωτογράφους, δεν είχαμε τίποτε, τα κάναμε όλα μόνοι μας, τα κείμενα, τις φωτογραφίες, τα στησίματα. Ήταν μια κατάσταση που ήταν πάρα πολύ δύσκολη μέσα στον Αύγουστο, γιατί ή έκθεση άνοιγε τον Σεπτέμβρη, και φυσικά μέσα στον Αύγουστο δεν έβρισκες τίποτα – δεν θα μπορούσες να δουλέψεις. Υπήρχε λοιπόν όλο αυτό το σκηνικό, υπήρχαν οι εικόνες, τις οποίες τις ανακάλυπτες σε διάφορες γωνίες, πάλι θύμιζε την ιδέα του περιπτέρου, που σας έλεγα, της Βενετίας, που ήταν σαν να έβγαινες από το κανάλι και σαν από μια γωνία να γυρίζεις και να στρίβεις και να βλέπεις μια εικόνα της Αθήνας• οπότε υπήρχε πάλι το ερώτημα πώς αποκαλύπτεις την πόλη κι όχι να τη βάλεις φάτσα και να γυρίζεις γύρω γύρω.
Ήταν λοιπόν μια διαδρομή, μια τελετουργική διαδρομή μέσα στο χώρο, όπου έβλεπες αυτές τις διάφορες αποκαλυπτικές εικόνες της Αθήνας. Και αυτό που θέλαμε ήταν ακριβώς να προσεγγίσουμε με άλλο μάτι αυτή την πόλη. Ότι, δηλαδή, αυτή την πόλη έχουμε, μ’ αυτή την πόλη θα δουλέψουμε, και ίσως πούμε ότι αυτή η πόλη είναι το μέλλον. Δηλαδή το μέλλον είναι αυτό που ήδη ήταν εκεί. Αυτό έλεγαν και θεωρητικοί όπως ο Alain Guillet, ο οποίος είχε γράψει σ’ ένα κείμενο πως το μέλλον είναι παρόν, το μέλλον είναι στο παρόν. Το αίτημα της πραγματικότητας, του ρεαλισμού, είχε τεθεί μ’ αυτό τον τρόπο. Και φανταστείτε τώρα και απ’ την άλλη πλευρά, το άλλο το πνεύμα, στο οποίο εμείς έπρεπε ν’ αντισταθούμε, όλο αυτό το τοπολογικό-λογιστικό σύστημα, το πνεύμα της virtual reality, της δυνητικής πραγματικότητας. Εμείς λέγαμε ότι θέλουμε αυτή την απόλυτη πραγματικότητα με την οποία πρέπει να δουλέψουμε και η οποία θα αποτελούσε το μέλλον της Αθήνας.

Από την παράσταση στην έκθεση «Athens 2002: Absolute Realism», που παρουσιάστηκε στην 8η Biennale Αρχιτεκτονικής, φωτ. αρχείο Τ. Κουμπή
Από την παράσταση στην έκθεση «Athens 2002: Absolute Realism»,
που παρουσιάστηκε στην 8η Biennale Αρχιτεκτονικής, φωτ. αρχείο Τ. Κουμπή

Μου έκανε εντύπωση –τώρα, κοιτάζοντας ύστερα από τόσα χρόνια το βιβλίο αυτό των εντυπώσεων– κάτι που έχει γράψει μια Ελληνίδα, κοπέλα, που δεν έχει βάλει τα στοιχεία της: «Από τις καλύτερες παρουσιάσεις και προβληματισμούς, που νομίζω αντανακλούν και απαντούν στα προβλήματα της εποχής και στο θέμα της Biennale “Next”». Μου κάνει εντύπωση ότι το είδε αυτό, γιατί για μας το “Next” ήταν αυτό, εκεί, εκείνη τη στιγμή. Και συνεχίζει: «Δεν το λέω αυτό επειδή είμαι Ελληνίδα». Αλλά, απ’ την άλλη, είχαμε και μια σειρά αντιδράσεων, π.χ. η Σοφία Καλαντζάκου, βουλευτής τότε της ΝΔ, γράφει εδώ στο βιβλίο: «Μα είναι δυνατόν; Ήρθα εδώ να δω μια ιδέα, μια πρόταση, μια άποψη για το μέλλον. Είδα κάτι που είναι χειρότερο κι απ’ την υπάρχουσα πραγματικότητα». Δηλαδή, ακριβώς, φανταστείτε αυτό και άλλες τέτοιου είδους κριτικές, που είχαν σκοπό να μας απογοητεύσουν. «Λοιπόν είναι καιρός να ξυπνήσουμε και να δούμε την πραγματικότητα που μας περιτριγυρίζει, βοηθήσατε ήδη πολύ σ’ αυτό και που τολμήσατε να το δείξετε» – θετικά και αρνητικά λοιπόν τα σχόλια. Αυτό, απ’ την άλλη, το εκμεταλλευτήκαμε κατά κάποιον τρόπο.
Γράφει εδώ ο ξένος τύπος –θυμάστε το ερώτημά σας, που είπατε τι κάνουν οι Biennali στο εξωτερικό;–, από τη Φρανκφούρτη αναφέρεται στον απόλυτο ρεαλισμό, από τη «Le Monde» το 2002, που γράφει αυτός ο στρυφνός κριτικός, ο Frédéric Edelmann της «Le Monde», που δεν θα σου βάλει ούτε μια λέξη, εδώ έβαλε όμως «οι Έλληνες τα είπαν όλα, με ταλέντο, εκτός από τους Ολυμπιακούς του 2004 – γι’ αυτό δεν είπαν τίποτε οι Έλληνες». Θέλω να πω, δηλαδή, ότι υπήρξε και μια εστίαση σ’ αυτό το θέμα γενικότερα, γιατί και το περίπτερο είχε μια ωραία παρουσία και δεν μπορούσαν να την αμφισβητήσουν. Έφτασε μάλιστα στο σημείο να διεκδικεί το βραβείο του καλύτερου περιπτέρου –γιατί δίνουν κι ένα βραβείο–, το οποίο το χάσαμε τελευταία στιγμή, διότι οι Ιταλοί είχανε άλλες βλέψεις, και γενικότερα υπήρχε και μια ενδόμυχη κόντρα με το γενικό επιτελείο της επιτροπής, το οποίο δεν μας ευνόησε καθόλου και είχαμε φοβερά προβλήματα μαζί τους. Παρ’ όλα αυτά, ήταν ένα περίπτερο το οποίο το είδαν πάρα πολλοί θεατές. Δημιούργησε αίσθηση και προκάλεσε θετικές και αρνητικές αντιδράσεις τόσο στο εξωτερικό όσο και στο εσωτερικό, σε σημείο που έφτασε να γίνει επερώτηση μέσα στη Βουλή «μα πώς πάτε με αυτό το αίσχος, μ’ αυτή την εικόνα της Ελλάδας στο εξωτερικό;».

Η μακέτα της έκθεσης «Athens 2002: Absolute Realism» στην 8η Biennale Αρχιτεκτονικής, φωτ. αρχείο Τ. Κουμπή
Η μακέτα της έκθεσης «Athens 2002: Absolute Realism» στην 8η Biennale Αρχιτεκτονικής, φωτ. αρχείο Τ. Κουμπή

Παράλληλα, εκείνη την εποχή υπήρχαν και άλλες προτάσεις στα εθνικά περίπτερα. Όπως ήταν το περίπτερο του Ισραήλ, όπου είχε βάλει ένας αρχιτέκτονας «πολύ νεαρός» το θέμα των territoires, των εδαφών του Ισραήλ και της Παλαιστίνης, το οποίο είχε κι αυτό αντιδράσεις από τη χώρα του.
Γιατί πρόκειται για ένα σημείο και μια στιγμή ακριβώς όπου η αρχιτεκτονική μπορεί να αγγίξει την πολιτική. Γιατί είναι μια πολιτική πρόταση. Εκεί δεν πας μόνο να κοιτάς τη μορφολογία, τις αναλογίες του κτηρίου. Υπάρχει λοιπόν μια ολόκληρη θεματική και προβληματική στο πώς θα αντιμετωπίσεις αυτή τη στιγμή –όπου η αρχιτεκτονική και η πολιτική συμπτύσσονται–, και σ’ αυτό το σημείο πρέπει να δώσεις μεγάλη προσοχή. Πώς θα αντιμετωπίσεις το ευρύτερο διεθνές κοινό, που μπορεί σε δευτερόλεπτα μέσα να προσλάβει κάτι. Μιας και είναι τόσο πολλές οι συμμετοχές, δεν προλαβαίνει ο θεατής να το δει αν δεν το κάνεις με τρόπο αρκετά εμφανή και δυναμικό.

Άποψη της έκθεσης «Athens 2002: Absolute Realism» στην 8η Biennale Αρχιτεκτονικής, φωτ. αρχείο Τ. Κουμπή
Άποψη της έκθεσης «Athens 2002: Absolute Realism» στην 8η Biennale Αρχιτεκτονικής, φωτ. αρχείο Τ. Κουμπή

Χαρίκλεια Χάρη (9η)_Ένα βασικό στοιχείο εκείνου που θέλαμε να δείξουμε στην έκθεση ήταν το να ενώσουμε θέσεις που υπάρχουν ήδη, απόψεις που έχουν ήδη ειπωθεί για την πόλη, και να συνεχίσουμε τη συζήτηση αυτή με τον τρόπο μας. Είχαμε καλέσει τότε και τους επιτρόπους της προηγούμενης Biennale –και τους τρεις– και είχαν συμμετάσχει σε ένα από τα εργαστήριά μας, δίνοντάς μας τρία κείμενα για την Αθήνα.
Τι ήταν τα «Παραδείγματα». H εικόνα του εξωφύλλου του καταλόγου είναι από το Βαρώσι στην Αμμόχωστο. Είναι ένας από τους τόπους που είχαμε επισκεφτεί, ένα από τα τέσσερα εργαστήρια που είχαμε κάνει. Χοντρικά συμμετείχαν 64 αρχιτέκτονες και ερευνητές και καλλιτέχνες, και περίπου 25 φοιτητές αρχιτεκτονικής, Έλληνες και ξένοι. Είχαμε κάνει τότε ένα διάγραμμα όπου φαίνονται οι διάφορες πόλεις που είχαμε ανακατέψει –ένα χάρτη–, ενώνοντας την Αθήνα, τη Λάρισα, τον Βόλο, τη Θεσσαλονίκη, την Κωνσταντινούπολη, το Παραλίμνι και τη Λευκωσία στην Κύπρο, την Πάτρα, την Αγ. Φωτεινή στην Αθήνα, τη Βενετία, τη Ρώμη, το Παρίσι, το Μιλάνο, τη Βασιλεία, το Βερολίνο και το Λονδίνο. Σας βάζω τώρα σε ένα κλίμα, ότι είχαμε φύγει λίγο από το περίπτερο. Δηλαδή ήμασταν μες στο περίπτερο, αλλά είχαμε κάνει μια διαδικασία –πηγαίνοντας προς τα κει– ταξιδιών, την οποία διαδικασία αποτυπώσαμε μέσα στο περίπτερο, όπου συνεχίσαμε να δουλεύουμε με εργαστήρια, ταυτόχρονα και με διάφορους ξένους και ομάδες που υπήρχαν εκεί, ενώ είχαμε και συνέχεια γυρίζοντας, στο Μουσείο Μπενάκη.

Στιγμιότυπα από την έκθεση «Παραδείγματα» στο ελληνικό περίπτερο της 9ης Biennale Αρχιτεκτονικής
Στιγμιότυπα από την έκθεση «Παραδείγματα» στο ελληνικό περίπτερο της 9ης Biennale Αρχιτεκτονικής

Τέσσερα είναι τα βασικά σημεία που πιστεύω πως είχαμε πιάσει. Το πρώτο, καταρχήν, το οποίο ενοποιεί και τη δική μας συμμετοχή με άλλες συμμετοχές, είναι ότι είναι ένα έργο εν εξελίξει. Αυτό είναι ένα ουσιαστικό στοιχείο, το οποίο τη διαφοροποιεί και την καθορίζει, και σε σχέση με προηγούμενες συμμετοχές. Δεν επικεντρώνεται στην παρουσίαση ή στην αξιολόγηση μεμονωμένων έργων ή μελετών, αλλά στη διαδικασία παραγωγής ενός συλλογικού έργου εν εξελίξει, το οποίο απαρτίζεται από επιμέρους μελέτες, προτάσεις, θεωρητικές αναζητήσεις και προσωποποιημένους λόγους. Πιστεύω, δηλαδή, ότι θέσαμε πολύ ξεκάθαρα όλο αυτό το κομμάτι, με τη διαδικασία, και αποτυπώνεται όλο αυτό στον κατάλογο.
Το δεύτερο στοιχείο, στο οποίο δώσαμε πολύ μεγάλη έμφαση, ήταν ότι η βάση του όλου εγχειρήματος ήταν μια σειρά από επιλεγμένους τόπους. Οι τόποι αυτοί εντάσσονταν σε ένα ευρύτερο πολιτισμικό και κοινωνικό πλαίσιο συζήτησης, οργανώνονται διακειμενικά μέσα από την ομαδική αναζήτηση του ρόλου του σύγχρονου αρχιτέκτονα/καλλιτέχνη/ερευνητή και λειτουργούν περισσότερο σαν μια διαδρομή παρά σαν ολοκληρωμένος και καταρτισμένος χάρτης. Κάθε επιλεγμένος τόπος αντιστοιχεί και σ’ ένα παράδειγμα, το οποίο φαινομενικά διαφοροποιείται σε σχέση με το περιεχόμενο και τις συνθήκες που το παράγουν. Εκ πρώτης όψεως τι κοινό μπορεί να έχουν τα Ορφανά Καρδίτσας, η Κερατέα Αττικής και το χωριό Πύλες στην Κύπρο, που επισκεφτήκαμε; Μια πρώτη απάντηση θα ήταν ο περιθωριακός και σχεδόν υποβαθμισμένος χαρακτήρας τους, σε σχέση με μείζονες και προβεβλημένες στρατηγικές ανάπτυξης, ο οποίος ακριβώς τους προσδίδει μια ελκτική δύναμη, επιβράδυνση της χρονικής ροής, ανθεκτικές ανθρωπολογικές και κοινωνιολογικές διαστρωματώσεις. Αυτό που πάνω απ’ όλα συνδέει τους τόπους είναι οι ίδιοι οι μηχανισμοί παραγωγής του τοπίου. Βάζοντας δηλαδή σε όλη τη διαδικασία της δουλειάς μας –και μην ξεχνάμε ότι ήμαστε τρεις αρχιτέκτονες κι ένας καλλιτέχνης– ότι είναι πάντα μια διεπιστημονική προσέγγιση όλη αυτή. Η τάση όμως είναι να αντιληφθούμε συνολικά το τοπίο αφενός σαν ενεργό παράγοντα στη σύσταση της ιστορίας, το οποίο όμως λειτουργεί συμβολικά για τις ανάγκες και τις επιθυμίες των ανθρώπων που το κατοικούν ή που συμμετέχουν στην παραγωγή και στη διαχείρισή του, αφετέρου όμως το αντιμετωπίζουμε και σαν συνεκτικό συντελεστή που, αν όχι κατευθύνει, τουλάχιστον συμμετέχει στις αλλαγές με τον έναν ή τον άλλον τρόπο. Δένουμε δηλαδή και μια άποψη της ανθρωπογεωγραφίας –που τη βάζουμε στη συζήτηση– βλέποντας το τοπίο ταυτόχρονα σαν έργο όσο και σαν κοινωνικό διαμεσολαβητή στην ανάπτυξη ενός τόπου. Πώς το υποστηρίξαμε αυτό στην πράξη; Σ’ όλα τα εργαστήρια που κάναμε στους διάφορους τόπους είχαμε πάντα και συζήτηση, δηλαδή γινόντουσαν με τέτοιον τρόπο, που καλούσαμε για συμμετοχή θεσμούς και ανθρώπους του κάθε τόπου. Στην Κύπρο, για παράδειγμα, ήταν το πρώτο εργαστήριο όπου γνωρίζουμε τουλάχιστον –δεν έχουμε κάποια άλλη πληροφορία ως προς αυτό– ότι έγινε μια συζήτηση Τουρκοκυπρίων και Ελληνοκυπρίων αρχιτεκτόνων για πρώτη φορά. Έγινε σε συνεργασία με τον ΣΑΔΑΣ. Δεν ξέρω για τις προηγούμενες Biennali, αλλά η δική μας ήταν συνδιοργάνωση με τον ΣΑΔΑΣ. Με το αντίστοιχο λοιπόν τμήμα της Κύπρου κάναμε αυτή τη συζήτηση, η οποία είχε καταλήξει σε πολύ μεγάλες συζητήσεις, γιατί δεν θέλανε κυρίως οι Ελληνοκύπριοι τους Τουρκοκύπριους. Και είχαμε δημιουργήσει τότε μια διεθνή ομάδα, στην οποία ήταν ομάδες όπως οι Multiplicity, οι οποίοι ήταν ενεργοί τότε, και κάποιοι άλλοι από διάφορα μέρη. Λοιπόν, όλοι αυτοί οι άνθρωποι αρχίσαμε να συζητάμε εκεί, κάνοντας διαδρομές μέσα στην Κύπρο, σε περιοχές που ήταν δυνατό να τις επισκεφτούμε, προσπαθώντας να πάρουμε άδεια για κάποιες άλλες και καταλήγοντας σ’ αυτό που έχουμε βάλει και ως εμβληματικότερη εικόνα, στο Βαρώσι, μια εγκαταλελειμμένη γειτονιά περιφραγμένη. Ξεκινήσαμε μια κουβέντα γύρω από το θέμα της Κύπρου και τα checkpoints, όλο το κομμάτι που μόλις είχε ανοίξει τότε, οπότε, όπως καταλαβαίνετε, όλα τα εργαστήριά μας είχαν στόχο ν’ ανακατέψουνε όλη αυτή την κατάσταση και τη δυναμική που υπήρχε σε έναν τόπο. Αντίστοιχα, σ’ ένα θέμα πολύ σημαντικό για μας τότε σαν συζήτηση, το κομμάτι της αυθαίρετης ή της αυθόρμητης κατοίκησης, είχαμε συνεργαστεί, είχαμε δουλέψει στην Κερατέα της Αττικής, που είναι και το μέρος με το μεγαλύτερο ποσοστό αυθαίρετης δόμησης στην Ελλάδα, 70%, εξού και επιλέξαμε τον τόπο. Σε συνεργασία με τον Δήμο της Κερατέας είχαμε κάνει πάλι μια δημόσια συζήτηση για το θέμα. Οπότε σε κάθε τόπο, ανάλογα με το τι έχει ο τόπος από κάτω, πιάναμε θέματα και δουλεύαμε.

pe12-13_P1010003
Λοιπόν, το τρίτο σημείο το οποίο πιστεύουμε ότι δημιουργεί κάτι με εντατικό τρόπο, –συμβαίνει δηλαδή– αλλά το εντατικοποιήσαμε, ήταν η συνεργασία με μια σειρά δημόσιους θεσμούς, δηλαδή θέλαμε στην αρχιτεκτονική να βάλουμε μέσα και θεσμούς. Όπως ήτανε βέβαια ο ΣΑΔΑΣ, το Κέντρο Σύγχρονης Τέχνης Λάρισας, το Κέντρο Αρχιτεκτονικής Μεσογείου, το ΕΤΕ Κύπρου. Ήταν πολύ σημαντικό για μας να μπει μια σειρά από μικρότερους φορείς, οι οποίοι είναι κάθε φορά μέσα στην παραγωγή των διαδικασιών που συμβάλλουν στην ανάπτυξη και στον τρόπο αντίληψης του τόπου. Άρα πρόκειται για μια πολυδιάστατη και πολυπρόσωπη συμμετοχή, η οποία δεν περιορίστηκε σε ζητήματα ελληνικότητας, αλλά συμπεριέλαβε αρχιτέκτονες, καλλιτέχνες και επιμελητές εκθέσεων από διάφορα σημεία του γεωγραφικού μας ορίζοντα. Η ίδια λοιπόν η διαδικασία της προετοιμασίας και της διευρυμένης συμμετοχής, με την έννοια της ανοιχτής εμπλοκής διαφόρων προσώπων και ομάδων, αποτελεί το πρωτεύον και κατεξοχήν παράδειγμα της έκθεσης. Η ίδια η διάρθρωση της ελληνικής συμμετοχής μπορεί να θεωρηθεί ως ένας πυκνωτής που συμπεριλαμβάνει όλα όσα συζητήθηκαν, παρουσιάστηκαν, ανταλλάχτηκαν και παράχθηκαν σαν σημεία συνάντησης, χωρίς να αποκλείονται βέβαια οι ασάφειες, οι αντιφάσεις και τα λανθάνοντα σημεία φυγής τους. Αυτό βέβαια ανοίγει πολλά ερωτηματικά, ένα τέτοιο ανοιχτό έργο εμπεριέχει μια σειρά δυσκολίες, θέτει όμως τον αστικό σχεδιασμό, την αρχιτεκτονική και την τέχνη εξαρχής αντιμέτωπα με πραγματικούς συνομιλητές, που ήτανε και το ζητούμενο. Όπως, για παράδειγμα, ήδη γινόταν για το κομμάτι του KAM, ή πώς μπήκαν πράγματα που ήδη συνέβαιναν και ενσωματώθηκαν.

pe12-13_3-7-2004
Και ένα τέταρτο στοιχείο, μια έννοια που ήταν και τότε πολύ μέσα στο διάλογο της αρχιτεκτονικής, η νησίδα, το πώς δηλαδή δημιουργούσαμε νησίδες μικροκλίματος – δεν μπορώ να βρω μια πιο κατάλληλη λέξη. Όλο αυτό το εγχείρημα αποτυπώθηκε στον κατάλογο –που έγινε πολύ γρήγορα– σαν συμβολική περισσότερο αναπαράσταση όλων αυτών.
Στο ελληνικό περίπτερο κάτι που θεωρούμε σημαντικό ήταν ότι ενεργοποιήσαμε το ίδιο το περίπτερο, για να πάμε τώρα στην κουβέντα με το περίπτερο που βάλαμε πριν – τι είναι αυτός ο τόπος; Κάναμε το εξής. Ήταν πίσω από το περίπτερο ένας χώρος για ανθρώπους με ειδικές δυσκολίες. Αυτοί, τώρα, ερχόντουσαν και προσπαθούσανε να μπουν στο περίπτερο να δούνε τι κάνουμε. Τους βλέπαμε εμείς που κοιτούσανε. Και τέλος πάντων, μ’ αυτή την αλληλεπίδραση ανοίξαμε ένα παράθυρο κι ενώσαμε το περίπτερο, τον εκθεσιακό χώρο, με την αυλή του σπιτιού αυτού. Οπότε ερχόντουσαν εκεί να μας δούνε και τους βλέπαμε κι εμείς. Και τελικά λειτούργησε όλο αυτό στην Biennale, διαδόθηκε, και μπαίνανε όλοι στο περίπτερο για να δούνε την τρύπα – δεν βλέπανε τίποτε άλλο καταρχήν, τους είχε κάνει μεγάλη εντύπωση, συμβολικά είχε μεγάλη δύναμη, κι εμείς δεν το περιμέναμε κάτι τέτοιο. Ερχόντουσαν λοιπόν και κοιτούσαν αυτό, κοιτούσανε κι αυτοί εμάς.

pe12-13_P1010008

Φίλιππος Ωραιόπουλος (9η)_Διαβάζοντας τα ερωτήματα που μας στείλατε θεώρησα πως έπρεπε να κάνουμε μια γενική τοποθέτηση για το θεσμό της Biennale, οπότε σας παραθέτω παρακάτω τις γραπτές σκέψεις μου: Οι σημερινές απόψεις μου, που διατυπώνονται με έναν σχηματικό τρόπο για την οικονομία του χρόνου και προς όφελος της συζήτησης, είναι αποτέλεσμα ενός αναστοχασμού που βασίζεται στην προσωπική μου εμπειρία αλλά και στην «εξέλιξη του θεσμού», με τον τρόπο που τον παρακολουθώ μέχρι τώρα, όπως επίσης και στο πλαίσιο μιας γενικευμένης κρίσης. Χρειάζεται να κάνω μια διευκρίνηση: οι απόψεις μου δεν αναφέρονται στα projects της Biennale (στην οποία ανά καιρούς υπήρξαν ενδιαφέρουσες προτάσεις) ούτε στη θεματική τροπή των τελευταίων ετών, αλλά στον ίδιο το θεσμό.

Χ. Χάρη, Φ. Ωραιόπουλος, Η. Ζέγγελης,
Χ. Χάρη, Φ. Ωραιόπουλος, Η. Ζέγγελης,

Θα ξεκινήσω από μια σχηματική περιγραφή της δομής της. Θα μπορούσα να πω ότι η Biennale της Βενετίας συγκροτείται από ένα είδος επιτελεστικής διαδικασίας. Θα της απέδιδα επίσης, λόγω του επαναλαμβανόμενου ανά διετία τυπικού της, το χαρακτήρα μιας διεθνούς αρχιτεκτονικής ceremony. Σε αυτήν οι εθνικές συμμετοχές αποδίδουν την ειδική εκδοχή τους για το κοινό concept που θέτει ο εκάστοτε curator. Σε αυτή τη δομή θα πρέπει να προσθέσω το βασικό χαρακτηριστικό ενός παιχνιδιού με χαρακτήρα ανταγωνιστικό, του οποίου το συμβολικό στοιχείο της νίκης απονέμεται με το βραβείο, το οποίο προτείνεται ως το παράδειγμα (με την έννοια του Κuhn) στη διεθνή αρχιτεκτονική σκηνή, ακαδημαϊκή και επαγγελματική. Αυτό βέβαια, στo πλαίσιο της φυσικοποιημένης εγκυρότητας του θεσμού, έχει ως αποτέλεσμα τη φυσική αποδοχή τού ανά διετία νέου αρχιτεκτονικού παραδείγματος ως του αληθινού και έγκυρου, αλλά συγχρόνως και τη διατήρηση του διεθνούς κύρους του θεσμού. Όμως μια τέτοιου τύπου νομιμοποίηση του εκάστοτε βραβευμένου αρχιτεκτονικού παραδείγματος ασφαλώς δεν είναι παρά το αποτέλεσμα της ταύτισης του βραβευμένου παραδείγματος με τις απόψεις του συγκεκριμένου curator και της αντίστοιχης επιτροπής. Θα μπορούσαμε, λοιπόν, να πούμε ότι η Biennale λειτουργεί ως ένας θεσμικός μηχανισμός κατασκευής (παραγωγής) του παραδείγματος που κάθε φορά ανανεώνεται και κάθε φορά καταναλώνεται. Είναι αυτονόητο ότι μια τέτοια νομιμοποίηση εντάσσεται όχι μόνο μέσα στο αποδεκτό παράδειγμα της διεθνούς ακαδημαϊκής και επαγγελματικής αρχιτεκτονικής κοινότητας, αλλά και στο είδος του γενικότερου πλαισίου αυτού που σήμερα ονομάζουμε παγκοσμιοποιημένη αρχιτεκτονική. Σε αυτό συμβάλλει συγχρόνως η συμπληρωματική γιγαντιαία έκθεση στο Arsenale. Από αυτή την άποψη θέλω να πω ότι η Biennale Βενετίας, όπως και κάθε Biennale, αποτελεί έναν πολιτιστικό τόπο πρακτικών εξουσίας (διαχείρισης ιδεών και πλούτου με τη γενική σημασία του όρου) που έχει μια ειδική συμβολή στην ιστορική συγκυρία της παγκοσμιοποιημένης κρίσης. Ασφαλώς η ελληνική κρίση είναι ακραία εκδοχή της και απομένει σ’ εμάς να δώσουμε την εξειδικευμένη κρίση (με την έννοια της κριτικής) στον εξειδικευμένο διεθνή αρχιτεκτονικό θεσμό.
Η συνέπεια της παραπάνω ερμηνευτικής κριτικής αυτού του διεθνούς επιτελεστικού θεσμού για την αρχιτεκτονική και την πόλη θα μπορούσε να είχε πολλές επινοημένες αντιπροτάσεις και πρακτικές. Αυτές θα μπορούσαν να ξεκινούν από μια δυνατότητα συμμετοχής που, χωρίς να αρνείται το προτεινόμενο concept του καλλιτεχνικού διευθυντή (curator), να αντιπροτείνει ένα λόγο (discourse) τέτοιο, που να αποδομεί και συγχρόνως να βεβηλώνει (με την έννοια του Agamben, δηλαδή να επανιδιοποιείται τα κοινά) το είδος της εθνικής συμμετοχής. Θα μπορούσα, από αυτή την άποψη, να μιλήσω για ένα είδος αποεθνικοποίησης της παραδοσιακής εθνικής συμμετοχής. Αυτή η στάση θα μπορούσε να επιδιώκει μια ποιητική μεταφορά από το τοπικό, ειδικό και ιστορικό στο οικουμενικό, γενικό και σύγχρονο, και το αντίστροφο, δηλαδή να λειτουργεί ως ένα ανατρεπτικό συμβάν. Πρέπει να πω ότι τέτοιου τύπου παραδείγματα, έστω και ελάχιστα, δεν έλειψαν από την Biennale (Ισραήλ 2002, Δανία 2004).

Άποψη της έκθεσης «Παραδείγματα» στην 9η Biennale Αρχιτεκτονικής
Άποψη της έκθεσης «Παραδείγματα» στην 9η Biennale Αρχιτεκτονικής

Αν αυτή είναι η μια άκρη των εκδοχών (η προσωπική), η άλλη (η συλλογική) θα μπορούσε να είναι η πρωτοβουλία για ένα παράλληλο αυτοθεσμισμένο διατοπικό forum, έτσι που να συγκροτεί μια άλλου τύπου θέσμιση για τη σχέση τοπικού-εθνικού και οικουμενικού. Μια θέσμιση που να εγγράφεται σε μια νέα κριτική γραφή της μετα-κρίσης εποχής της αρχιτεκτονικής της πόλης. Σε αυτή την περίπτωση, ένα υποθετικό παράδειγμα, ως άποψη και τίποτα παραπάνω, στο φετινό concept της Biennale θα μπορούσε να προτείνει κανείς την έννοια του hospitality στο πλαίσιο ενός κοσμοπολιτισμού (όπως περιγράφεται από τον Derrida). Αυτό θα μπορούσε να σημαίνει παραδείγματος χάρη, από τη μια μεριά ένα είδος κριτικής στο είδος των προδιαγραφών του πρόσφατου διαγωνισμού του Rethink Athens. Αυτός ο επίσημος αρχιτεκτονικός λόγος, που σε συνθήκες ανθρωπιστικής κρίσης, εγκαθιστώντας στο κέντρο της πόλης αρχιτεκτονικές διαδικασίες καθαρότητας και σχεδιαστικά στερεότυπα, ανάμεσα σε άλλα αφαίρεσε με ηγεμονικό τρόπο τη μοναδική ευκαιρία το κέντρο της Αθήνας να μετατραπεί σε πολυπολιτισμικό και η πόλη των Αθηνών να μετασχηματιστεί σε μια σύγχρονη παγκοσμιοποιημένη πόλη και όχι σε μια ναρκισσιστική μεσογειακή πρωτεύουσα. Hospitality project, λοιπόν, θα μπορούσε δυνητικά να σημαίνει εκείνο το σύγχρονο οικουμενικό αρχιτεκτονικό παράδειγμα όπου το επινοημένο project θα έδινε οικείο τόπο στην πολυπολιτισμικότητα.
Βέβαια, σε κάθε περίπτωση, στην ίδια βάση της παραπάνω ερμηνευτικής κριτικής νομίζω ότι θα πρέπει να εξεταστεί το περιεχόμενο των διαδικασιών επιλογής των εθνικών θεσμών ως πρώτο ή καλύτερα προστάδιο συγκρότησης του διεθνούς θεσμού της Biennale της Βενετίας.
Συνοψίζοντας θα έλεγα ότι, στη βάση μιας μετα-κρίσης εποχής, μια δυνατή απάντηση σε αυτόν τον διεθνή επιτελεστικό θεσμό παραγωγής και κατανάλωσης αρχιτεκτονικών ιδεών και αρχιτεκτονικών παραδειγμάτων θα μπορούσε να αποτελέσει η επιλογή και η επεξεργασία ενός φάσματος ποιητικών προτάσεων που να φτάνουν από την αποδομητική βεβήλωση ως την αυτοθέσμιση ενός διατοπικού forum αρχιτεκτονικής της πόλης.

pe12-13_-07-2004 pe12-13_Biennale
Στιγμιότυπα από την έκθεση «Παραδείγματα» στο ελληνικό περίπτερο της 9ης Biennale Αρχιτεκτονικής

Κατερίνα Κοτζιά (10η)_Ο Λόης Παπαδόπουλος και ο Ηλίας Κωνσταντόπουλος δεν μπόρεσαν να είναι μαζί μας σήμερα. Πρέπει να σας πω ότι κι εμείς είχαμε προετοιμαστεί για μια γενική συζήτηση πάνω στο θέμα της Biennale και το πώς συντονίζονται τα εθνικά περίπτερα με το γενικό θέμα κάθε φορά. Κυρίως εκεί πάνω σκεφτήκαμε να σχολιάσουμε κάποια πράγματα, οπότε πρέπει να πω ότι παρακολούθησα με ιδιαίτερο ενδιαφέρον τον Φίλιππο Ωραιόπουλο σ’ αυτά που έλεγε, και θα σας πω βέβαια και δυο λόγια για το περίπτερο.
Με ενδιέφερε ιδιαίτερα (προς Φ.Ω.) αυτό που είπες για αποεθνικοποίηση. Μου φαίνεται ότι είναι μια πολυτέλεια να γίνει κάτι τέτοιο, γιατί και σύμφωνα με το κείμενο που έχει γράψει ο Koolhaas και υπάρχει αυτή τη στιγμή σαν επιμελητικό κείμενο στο site της Biennale, η δική μου αίσθηση είναι ότι θέλουν μια τακτοποίηση ως προς την παρουσία των εθνικών περιπτέρων. Ζητάει μια συνοχή των εθνικών περιπτέρων. Αυτό δεν ξέρω αν μπορεί να προέλθει μέσα από το ν’ αφήσουμε λίγο στην μπάντα την εθνική μας ταυτότητα και να κοιτάξουμε λίγο το… κάποιο κομμάτι της εθνικής μας ταυτότητας να το συντονίσουμε με τον γενικό τίτλο. Τουλάχιστον, αυτός μπορεί να ’ναι κάποιος πιο αφελής τρόπος προσέγγισης και μετά να περάσουμε στο πώς η αποεθνικοποίηση θα οδηγήσει στην προσωπική θεώρηση, ας πούμε.
Εμείς αυτό που προσπαθήσαμε να κάνουμε ήταν να συντονιστούμε με το γενικό θέμα της 10ης Biennale, «Πόλεις, αρχιτεκτονική και κοινωνία», παρουσιάζοντας σαν πόλη αυτό που σχεδόν αυθαίρετα αποφασίσαμε ότι είναι πόλη: το Αιγαίο.

pe12-13_STRATOS KALAFATIS 04_+θ
Βασίστηκε σ’ ένα κείμενο του Άγγελου Ελεφάντη που έχει τίτλο «Βαπόρια, θέλουμε βαπόρια», στο οποίο παρουσίαζε ειδικά σ’ ένα κομμάτι του κειμένου –που μιλάει για τα πλοία και τα decks των πλοίων, όπου γίνεται μια μείξη όλων των πολιτισμών– ότι το πλήθος που βρίσκεται πάνω στο deck ενός πλοίου είναι από τελείως διαφορετικά backgrounds και εκεί γίνεται μια μείξη που δεν την παρατηρείς εύκολα στη… γη, στο στέρεο έδαφος. Μας βοήθησε πάρα πολύ αυτή η εικόνα, και αυτό που προσπαθήσαμε να κάνουμε ήταν να μεταφέρουμε καταρχήν αυτή την ίδια την εικόνα φτιάχνοντας μια πλατφόρμα στο κέντρο του περιπτέρου, που ήταν 7×10 περίπου –αν θυμάμαι καλά– και ταλαντεύονταν καθώς οι άνθρωποι ανέβαιναν πάνω, και θέλαμε αυτό να μοιάζει όπως το deck ενός πλοίου.
Γενικά, προσπαθήσαμε να φέρουμε το κλίμα του Αιγαίου και του κοσμοπολίτικου των νησιών στην Biennale, γιατί θεωρήσαμε ότι αυτό θα ’τανε κάτι που θα μπορούσε να σταθεί καλά σε σχέση με τις μητροπόλεις. Να μπορούμε δηλαδή ν’ ανταγωνιστούμε, να συνομιλήσουμε με τις μεγάλες μητροπόλεις όπως θα τις παρουσίαζαν οι άλλες χώρες.
Έχω την εντύπωση ότι ήταν μια παρουσίαση που έγινε κατανοητή από τους επισκέπτες, και εδώ θέλω να σχολιάσω και να συμφωνήσω με αυτά που είπε ο Τάκης Κουμπής πάνω στη στάση που θα πρέπει να έχει κανείς σε μια Biennale. Πιστεύω ότι απαιτείται να έχει μια σαφέστατη άποψη του τι θέλει να πει, ώστε να κατανοηθεί αυτό το πράγμα γρήγορα. Να είναι κάτι που μπορεί κάποιος να το καταλάβει γρήγορα σε μία επίσκεψη.
Επιπλέον ήθελα να πω κάτι σχετικά με τις υπόλοιπες συμμετοχές εκείνης της χρονιάς, προηγούμενων ετών ή και επόμενων. Έχει τύχει να παρακολουθήσω, εκτός από αυτή την οποία συνεπιμεληθήκαμε με τον Ηλία Κωνσταντόπουλο, τον Λόη Παπαδόπουλο και την Κορίνα Φιλοξενίδου, άλλες τέσσερις Biennali.
Από την πρώτη στιγμή είχα μια εντύπωση που εντάθηκε στις επόμενες, ότι υπάρχει μια τάση στις βόρειες χώρες, επίσης στην Ισπανία και στην Αυστρία, και κάποιες φορές στη Γερμανία, στα εθνικά αυτά περίπτερα να παρουσιάζεται αρχιτεκτονική, καθαρά αρχιτεκτονικό έργο, και δεν βλέπω καθόλου το πρίσμα του γενικού τύπου και του θέματος να διαπερνά τις παρουσιάσεις. Ενώ στα υπόλοιπα περίπτερα γίνεται μια προσπάθεια να γίνουν κάποια installations τα οποία προφανώς περιλαμβάνουν αρχιτεκτονική, αλλά προσπαθούν περισσότερο να συντονιστούν με το γενικό θέμα, που πιστεύω ότι στο πλαίσιο της Biennale είναι κάτι καλό, θετικό, με την έννοια ότι μπορεί κάτι να προσφέρει, γιατί έτσι μπορούν και όλοι οι επισκέπτες να συντονιστούν με αυτό το πράγμα ευκολότερα, να παρακολουθήσουν μια έκθεση από projects.

pe12-13_SPIROS STAVERIS 31_+θ pe12-13_STRATOS KALAFATIS 02_+θ
Στιγμιότυπα από την έκθεση «Το Αιγαίο: Μια διάσπαρτη πόλη» στο ελληνικό περίπτερο της 10ης Biennale Αρχιτεκτονικής φωτ.: Στράτος Καλαφάτης, Σπύρος Στάβερης

pe12-13_STRATOS KALAFATIS 19_+θΕίναι ένα θέμα, γι’ αυτό λέω ότι είναι πολυτέλεια να μιλάμε για αποεθνικοποίηση, δηλαδή από τη στιγμή που υπάρχουνε ακόμα οι περιπτώσεις περιπτέρων τα οποία προσανατολίζονται στο να παρουσιάσουνε αρχιτεκτονική και μάλιστα μ’ έναν τρόπο που δεν διαφαίνεται η διαφορά σ’ αυτά που παρουσιάζουν από διετία σε διετία. Δεν είναι πολύ εύκολο να διακρίνει κανείς το πρίσμα μέσα από το οποίο διαλέγουν να παρουσιάσουν τα συγκεκριμένα projects.
Νομίζω ότι η τάση που υπάρχει στις τελευταίες Biennali, όπως την παρουσιάζει και ο πρόεδρος, ο Paolo Baretta, για περισσότερο κοινωνικά θέματα και –απ’ ό,τι λέει– για να γεφυρώσει το χάσμα ανάμεσα στο spectacularization της αρχιτεκτονικής, τη θεαματικότητα της αρχιτεκτονικής, αν μπορώ να το μεταφράσω σωστά, και στην αδυναμία της κοινωνίας αυτή τη στιγμή να εκφράσει τις ανάγκες της. Υπάρχει χάσμα, το οποίο ο ίδιος πιστεύει ότι μέσα από την Biennale πρέπει κάπως να γεφυρωθεί, και μάλιστα λέει τι θέλει να κάνει σ’ αυτή την Biennale, κάτι σαν ερευνητικό project. Να γίνει η Biennale δηλαδή ένα ερευνητικό project, και έτσι δικαιολογεί το γεγονός ότι την ξεκινάει από τον Ιούνιο αυτή τη φορά.
Θεωρώ ότι είναι μια καλή ευκαιρία, έχοντας υπ’ όψη και τον γενικό τίτλο «Fundamentals» του Koolhaas, και μάλιστα νομίζω ότι έχει ενδιαφέρον που αναφέρεστε εσείς εδώ στον εντοπισμό των αντιθέσεων, όταν, ας πούμε, από την άλλη ο Koolhaas προσπαθεί να εντοπίσει ίσως τα στοιχειώδη και τα κοινά.
Το βασικό που έχω να πω είναι ότι είτε αποτυχημένα είτε όχι, είτε πετυχημένα είτε όχι, εμείς προσπαθήσαμε να συσχετιστούμε με το θέμα θεωρώντας ότι αυτό είναι το ζητούμενο και ο στόχος. Είμαστε υπέρ των θεμάτων, τα οποία συσχετίζονται με την κοινωνία, θέλουν να φέρουν την κοινωνία μέσα στη θεματολογία. Ήταν ένας κατακερματισμός του Αιγαίου, να έχουμε τομείς που θα παρουσιάσουμε, ώστε να πάρουν οι επισκέπτες μια αίσθηση της πόλης του Αιγαίου, αυτό που εμείς θεωρούσαμε σαν πόλη. Βασικό αίτημα ήταν η πλατφόρμα. Γιατί θέλαμε και το feedback της αρχιτεκτονικής κοινότητας –των Ελλήνων αρχιτεκτόνων– για να εξελίξουμε το project. Μετά υπήρχε μια αναφορά στον «ξένο» και στον «ξένιο», το πώς οι μετανάστες αντιμετωπίζονται, ποια είναι η παρουσία των μεταναστών στο Αιγαίο. Εκείνη την εποχή ερχόντουσαν με τις βάρκες, ακόμα αυτά τα πράγματα ισχύουν. Θέλαμε λοιπόν να κάνουμε ένα σχόλιο πάνω σε όλο αυτό.
Μετά, ένα σχόλιο πάνω στο κομμάτι που το λέγαμε «αστερισμοί» και ήταν οι συσχετίσεις ανάμεσα σε κάποια νησιά τα οποία θεωρούσαμε ότι είχαν κοινά σημεία. Αναφερόμασταν συνεχώς, παίζαμε με την έννοια της μοναδικότητας του κάθε νησιού, της ταυτότητας και ταυτόχρονα της σχέσης του με τα άλλα. Το γεγονός ότι το περιβάλλει η θάλασσα το καθιστά και αυτάρκες και αυτόνομο, και από την άλλη εξαρτώμενο από τα άλλα. Και με διάφορα κριτήρια είχαμε δημιουργήσει αυτούς τους αστερισμούς: τα νησιά της ανοχής ή της θρησκείας, οτιδήποτε στο μυαλό μας είναι με άλλο κριτήριο, όπου εκεί είναι κυρίαρχα άλλα νησιά-. Οπότε έτσι είχαμε δημιουργήσει αυτές τις ομάδες.
Ένα λεξικό της αρχιτεκτονικής στα νησιά, με συγκεντρωμένο έργο των αρχιτεκτόνων που είχαν κτίσει στα νησιά, που αν θυμάμαι καλά είχε τον τίτλο «Το επίμονο τοπίο» ή κάτι τέτοιο. Εκεί σχολιάζαμε πόσο έντονο είναι το τοπίο στα νησιά και πώς με κάποιον τρόπο καταπίνει την αρχιτεκτονική• ευτυχώς ή δυστυχώς, με τον τρόπο του το τοπίο αφομοιώνει το κτισμένο, γιατί είναι πάρα πολύ έντονο το ίδιο, κι έτσι αυτό δεν του επιτρέπει εύκολα και να καταστραφεί – που… μάλλον είναι αισιόδοξη και όχι απαισιόδοξη, είναι ουτοπική ιδέα, δεν είναι ακριβώς αλήθεια. Δηλαδή υπάρχουν νησιά που είναι ήδη κατεστραμμένα από την αρχιτεκτονική…

Ά. Σκιαδά, Κ. Φιλοξενίδου, Κ. Κοτζιά, Χ. Χάρη
Ά. Σκιαδά, Κ. Φιλοξενίδου, Κ. Κοτζιά, Χ. Χάρη

Άννα Σκιαδά (13η)_Να πω καταρχάς ότι προσωπικά θεωρώ, επειδή έχω παρακολουθήσει σαν επισκέπτρια πολλές Biennali, ότι είναι μια πάρα πολύ ωραία ευκαιρία, για την Ιταλία πολύ εμπορική ευκαιρία, να γίνεται όλο αυτό και να βλέπουμε ένα κοινό θέμα πώς το παρουσιάζουν, τι επιλογές κάνουν και σε τι στάδιο βρίσκονται οι άλλες χώρες. Ακόμη και συγκριτικά, για μένα έχει πολύ μεγάλο ενδιαφέρον να βλέπει κανείς πώς κάθε χώρα διαχειρίζεται το συγκεκριμένο θέμα και σε τι συμπεράσματα ενδεχομένως καταλήγει.
Για μας το κοινό έδαφος για μια ακόμη φορά –πολλές φορές έχουμε δουλέψει οι αρχιτέκτονες στην πόλη της Αθήνας– ήταν η πόλη μας• είναι φυσικό να μας ενδιαφέρει πάρα πολύ και βέβαια ήταν πάρα πολύ φυσικό για μας ότι αυτή ήταν ένας κοινός τόπος και ένα κοινό έδαφος δράσεων.

Η είσοδος του ελληνικού περιπτέρου, με την έκθεση «Made in Athens»
Η είσοδος του ελληνικού περιπτέρου, με την έκθεση «Made in Athens»

Αποφασίσαμε να παρουσιάσουμε ουσιαστικά τρεις θεματικές. Η μία θεματική φαίνεται περισσότερο στον κατάλογο, μια ιστορική αναδρομή στην εξέλιξη της Αθήνας. Η δεύτερη ήταν μια ανάλυση του βασικού στοιχείου που αποτελεί το αστικό τοπίο της Αθήνας, και αυτό είναι η πολυκατοικία και η βασική κατοικία για την Αθήνα, μια μορφή που εξελίχθηκε κυρίως μεταπολεμικά. Και το τρίτο στοιχείο ήταν οι νέες προτάσεις και παρεμβάσεις, που για να το παρουσιάσουμε επιλέξαμε κάποιες ομάδες από νέους αρχιτέκτονες κάτω των 35, οι οποίοι είχαν προτάσεις και γι’ αυτό που λέμε πολυκατοικία και για την κατοικία, καθώς και προτάσεις για παρεμβάσεις σε ευρύτερες περιοχές μέσα στην Αθήνα.

Η συμμετοχή του Α. Αγγελιδάκη στην έκθεση «Made in Athens»
Η συμμετοχή του Α. Αγγελιδάκη στην έκθεση «Made in Athens»

Ο τόπος όπου επιλέξαμε να παρουσιάσουμε την έκθεση ήταν τέτοιος ώστε να μπορέσουμε να δώσουμε μια εικόνα οικοδομικών τετραγώνων, τα οποία μπλέκονται και δημιουργούν μια συνοικία, θα έλεγα, της Αθήνας. Άρα, πάνω σε κύβους οι οποίοι είχαν διαφορετικά ύψη, παρουσιάσαμε τόσο τις πολυκατοικίες και τις σχετικές προτάσεις, όσο και κάποιες αφηγήσεις νέων αρχιτεκτόνων και κάποιες μάλλον κινήσεις πολιτών, οι οποίες είχανε ήδη κάποια αποτελέσματα και συνιστούσαν παρεμβάσεις στους δημόσιους χώρους.
Αυτό, θα λέγαμε, το τρισδιάστατο μωσαϊκό λειτούργησε αρκετά θετικά, γιατί οι επισκέπτες είχανε μια πρώτη εικόνα της έκθεσης πάρα πολύ γρήγορα και, αν είχανε το χρόνο και τους ενδιέφερε πραγματικά το θέμα, θα μπορούσανε να έχουν μια δεύτερη ανάγνωση, πολύ πιο προσεκτική ανά θέμα, σ’ αυτό που τους ενδιέφερε.
Επίσης, στους δύο πλευρικούς τοίχους, για να μπορέσουμε να εντείνουμε αυτή την έννοια του μωσαϊκού, σε συνεργασία με τον Άγγελο Φραντζή, που είναι σκηνοθέτης, είχαμε χωρίσει πάλι έναν κάνναβο σε διάφορα σχήματα, κι εκεί μέσα υπήρχε η προβολή από εσωτερικά πολυκατοικιών.

pe12-13_PHOTO BIENNALE pe12-13_madeINathens_poster
Άποψη της έκθεσης “Made in Athens”, και το πόστερ

Ο εξωτερικός χώρος ερχόταν στον εσωτερικό και ο εσωτερικός έβγαινε στον εξωτερικό, όπου σε κάθε τετράγωνο είχαμε μια διαφορετική σκηνή, όλο αυτό με έναν ήχο και με κάποιες επίσης πάρα πολύ μεγάλες φωτογραφίες της Αθήνας.
Αυτή ήταν η γενική εικόνα του περιπτέρου. Νομίζω ότι και λόγω της συζήτησης που γίνεται για την Ελλάδα αυτά τα τρία τελευταία χρόνια, αλλά και λόγω του θέματος της Αθήνας, είχε επισκέπτες, άρθρα σε ξένο τύπο, πολλά σε ιταλικό, λίγο λιγότερα σε γαλλικό και σε γερμανικό. Επίσης γράφτηκαν και αρκετά στην Ελλάδα. Νομίζω ότι είχαμε και ένα feedback, τουλάχιστον εγώ από Γάλλους φίλους, ότι ήταν όντως ένα πολύ καλό περίπτερο και μια πολύ καλή παρουσία ως προς τη θεματική.

pe12-13_IMG_1521 pe12-13_Pic13
Άποψη και προοπτικό της έκθεσης «Made in Athens» στη 13η Biennale Αρχιτεκτονικής

Αυτό που μπορώ επίσης να σας πω είναι ότι πια η διοργάνωση δεν γίνεται από το ΥΠΠΟ, αλλά από το ΥΠΕΚΑ. Είχαμε πάρα πολλά προβλήματα με το ΥΠΕΚΑ. Νομίζω ότι το κυριότερο πρόβλημα προκύπτει από το ότι δεν δίνουν καμία σημασία σε αυτό που λέμε αρχιτεκτονική, δεν δίνουν καμία σημασία σε αυτό που λέμε πολιτισμός στην Ελλάδα, αν και θέλουμε να το πουλήσουμε προς τα έξω, με αποτέλεσμα όλα να γίνονται τελευταία στιγμή, να έχουμε πάρα πολύ μεγάλα προβλήματα. Το κόστος της Biennale ήταν πολύ μικρότερο από όλες τις προηγούμενες Biennali. Τώρα είναι ακόμη μικρότερο.
Γενικά ξεκινήσαμε με κέφι, προσωπικά νομίζω ότι έζησα μια μοναδική εμπειρία. Να πως ακόμα κάτι, που ίσως ανήκει στη συζήτηση, επειδή είπε ο Φίλιππος Ωραιόπουλος ότι πολλές φορές οι Biennali είναι παράδειγμα προς κατανάλωση: βλέπουμε και κάποια παραδείγματα που καταναλώνονται με τα πρώτα βραβεία και όλα αυτά. Θα έλεγα ότι ο κύριος Brillembourg, που πήρε το πρώτο βραβείο με τους Urban-Think Tank στην Biennale το 2012 – ήταν αυτός που καλέσαμε για το Rethink Athens, μάλλον το Reactivate Athens με τις 101 ιδέες για την Αθήνα–, μας βλέπει ολίγον σαν ιθαγενείς με καθρεφτάκια και, αν θέλετε, να ανοίξουμε τη συζήτηση μετά.

pe12-13_Pic4
Η συμμετοχή των ΑREA Architecture Research Athens / Σ. Δαούτη, Γ. Μητρούλιας, Μ. Ραυτόπουλος στην έκθεση «Made in Athens»

Γιάννης Αίσωπος (14η)_Θα σας μιλήσω λίγο γι’ αυτά που κάνω τώρα… Υπάρχουν τρεις εκθέσεις παράλληλες. Η μία είναι τα «Fundamentals», που ουσιαστικά διερευνά στο κεντρικό περίπτερο –που παλιά ήταν το ιταλικό– στα Giardini τα στοιχεία της αρχιτεκτονικής: παράθυρα, πόρτες, όψεις κ.λπ. Μια δεύτερη έκθεση, η «Absorbing Modernity 1914-2014», που ουσιαστικά αφορά τα εθνικά περίπτερα και συνεπώς και την Ελλάδα. Και μια τρίτη, που λέγεται «Monditalia», στην οποία ο Koolhaas ασχολείται με την πολιτισμική παραγωγή της Ιταλίας από τη δική του οπτική.
Η δική μου πρόταση ήτανε μια αντίδραση σ’ αυτό το θέμα της «Αφομοίωσης της νεωτερικότητας 1914-2014». Λέγεται «Tourism Landscapes: Remaking Greece», δηλαδή «Τοπία τουρισμού: Ανακατασκευάζοντας την Ελλάδα», και ουσιαστικά προτείνω να χρησιμοποιήσουμε τον τουρισμό σαν όχημα ερμηνείας του τρόπου εκμοντερνισμού της χώρας και της αναδιαμόρφωσης της εθνικής ταυτότητας. Ένα από τα θέματα που απασχολούν και τον Koolhaas ιδιαίτερα.
Ο τουρισμός έχει το χαρακτηριστικό ότι είναι εξορισμού μια εξωστρεφής δραστηριότητα, που προϋποθέτει κατά κάποιον τρόπο την επαφή με το άλλο, το ξένο. Και επομένως, εκ των πραγμάτων θέτει προς συζήτηση, προς διαπραγμάτευση, το ζήτημα του νέου και την αντιπαλότητα ή τη διαλεκτική του σχέση με το παραδοσιακό, δηλαδή τα ζητήματα που έχουν να κάνουν με την αφομοίωση της νεωτερικότητας.
Ο τουρισμός είναι μια κατεξοχήν σημαντική υπόθεση για την Ελλάδα• σε μεγάλο βαθμό νομίζω ότι μπορεί να μελετήσει κανείς την ιστορία της Ελλάδας μέσα από τον τουρισμό. Βασίστηκε κυρίως σε δύο στοιχεία: στην ιστορία-αρχαιολογία και στο τοπίο, τα οποία ουσιαστικά ήταν και τα στοιχεία που έφτιαξαν το μύθο της σύγχρονης Ελλάδας.
Πώς προσεγγίζουμε αυτή την έκθεση; Αν κανείς παρατηρήσει ιστορικά τον τουρισμό, θα δει ότι υπάρχει ένα αφήγημα που μπορεί να το σχηματοποιήσει κάπως. Όταν ξεκινάει μετά τον πόλεμο ο τουρισμός –
ο παραθαλάσσιος, γιατί πριν απ’ τον πόλεμο ο τουρισμός κυρίως σχετίζεται με τις λουτροπόλεις και τα ιαματικά λουτρά– είναι ουσιαστικά ένας τουρισμός που έχει να κάνει με την προληπτική ιατρική. Έχει ενδιαφέρον ότι ο τουρισμός αλλάζει με τις αλλαγές στην ιατρική, που από προληπτική γίνεται επεμβατική μετά τον πόλεμο, όσο και με τις πολιτισμικές αλλαγές που έχουν να κάνουν με την έκθεση του σώματος στο κοινό κ.λπ. Μπορούμε να πούμε, λοιπόν, ότι κανείς παρατηρεί μετά τον πόλεμο ότι η αρχιτεκτονική του τουρισμού έχει να κάνει με το τοπίο, με τον διάλογο και τη σχέση του με αυτό. Είναι μια αρχιτεκτονική που διαπραγματεύεται τη σχέση με το τοπίο και κατ’ εξοχήν παράδειγμα είναι τα Ξενία αλλά και οι ακτές, οι οργανωμένες πλαζ που κατασκευάζονται στην Αττική αλλά και σε άλλα μέρη της χώρας. Σιγά σιγά παρατηρούμε ότι, όταν ο τουρισμός αρχίζει να έχει μεγάλη επιτυχία και οι αριθμοί των τουριστών αυξάνονται δραματικά, ουσιαστικά για να ικανοποιηθούν αυτοί οι τουρίστες, συντελείται ένα μεγάλο άλμα στην κλίμακα. Αρχίζουν να κτίζονται μεγάλα ξενοδοχεία, τα οποία εκ των πραγμάτων αποστασιοποιούνται από το έδαφος και αποκόπτονται από αυτό. Στη συνέχεια η στροφή προς τη μετανωτερικότητα και προς το παραδοσιακό – μέσα από την αποκατάσταση των παραδοσιακών οικισμών αλλά και μέσα από την καταγραφή και εφαρμογή μορφολογικών κανόνων προστασίας παραδοσιακών οικισμών– αρχίζει να μειώνει τις σχεδιαστικές ελευθερίες των αρχιτεκτόνων, να τις περιορίζει δραματικά και όλο περισσότερο προς το εσωτερικό. Δημιουργείται ένα σχίσμα μεταξύ εσωτερικού-εξωτερικού, όπου το εξωτερικό σε μεγάλο βαθμό εναποτίθεται στο παραδοσιακό ή στη νεοπαραδοσιακή εκδοχή του, στην εικονογραφική εκδοχή του, ενώ το εσωτερικό γίνεται ένας χώρος όπου μπορεί κανείς να δει τις αρχιτεκτονικές αναζητήσεις και ενδεχομένως την πιο διεθνοποιημένη αρχιτεκτονική. Στην εποχή της ευημερίας που προηγήθηκε τη δεκαετία του 2000, παρατηρούμε ότι το εσωτερικό είναι ένας χώρος όπου υπάρχει και μια πολυτέλεια, μια κυριαρχία του lifestyle και του glamour, που ουσιαστικά έχει να κάνει με την κυριαρχία ή την επέκταση της αναζήτησης της ευεξίας, ό,τι έχει να κάνει με τα spas, με το σώμα κ.λπ., το πεδίο του σώματος. Γίνεται δηλαδή, ουσιαστικά, μια εσωτερική εμπειρία.

«Ταυτότητα», φωτ.: Γιώργης Γερόλυμπος
«Ταυτότητα», φωτ.: Γιώργης Γερόλυμπος

Κάπου εκεί φτάνουμε στην κρίση, εδώ που βρισκόμαστε τώρα, στο τέλος της κρίσης ή στη μετά την κρίση εποχή –εξαρτάται πόσο αισιόδοξος είναι κανείς–, και νομίζω ότι καλούμαστε τώρα να αλλάξουμε προτεραιότητες, να επανεκτιμήσουμε κάποιες αξίες σχετικά με το δικό μας έργο ως αρχιτέκτονες, αλλά ενδεχομένως και οι τουρίστες. Κάποιοι απ’ αυτούς αρχίζουν ν’ αλλάζουν οπτικές. Είμαστε σε μια εποχή με μειωμένους πόρους και η δική μου κατεύθυνση, την οποία θέλω να δώσω στο τέλος αυτής της έκθεσης, είναι πως αναζητώ ένα κλείσιμο όλης αυτής της ιστορίας, ίσως όχι με έναν νοσταλγικό τρόπο• αλλά με μια επιστροφή, ίσως μια μετάβαση σε μια πρωταρχική, θα έλεγα, διαβίωση, όπου η τουριστική εμπειρία μπορεί να έχει να κάνει περισσότερο με το λιγότερο παρά με το περισσότερο. Κάτι που ουσιαστικά για μένα προϋποθέτει μια νέα πνευματικότητα και ενδεχομένως επίσης μια νέα σχέση με τον τόπο και το τοπίο.
Η έκθεση έχει δυο κομμάτια• το ένα είναι, θα λέγαμε, το αρχειακό κομμάτι, το όποιο μας έχει δυσκολέψει πολύ, γιατί είναι τεράστιο το υλικό. Μαζεύουμε υλικό από το 1914, προπολεμικά έχουμε πολύ λίγα πράγματα, αλλά μεταπολεμικά υπάρχει πολύ υλικό.
Ο τίτλος της έκθεσης είναι «Τοπία τουρισμού» και επομένως δεν είναι μόνο ξενοδοχεία, αλλά και τοπία που κάνουν εφικτή την τουριστική εμπειρία, άρα είναι ξενοδοχεία, ακτές, είναι αρχαιολογικοί χώροι, αρχαιολογικά μουσεία, δημόσιοι χώροι, διαμορφώσεις υπαίθριων δημοσίων χώρων και τοπία υποδομών, για παράδειγμα το παλιό αεροδρόμιο, λιμάνια λιμάνια κ.ο.κ.

Ξενία Ακροναυπλίας, αρχ. Ιωάννης B. Τριανταφυλλίδης, 1960, πηγή: Φωτογραφικό Αρχείο Μουσείου Μπενάκη
Ξενία Ακροναυπλίας, αρχ. Ιωάννης B. Τριανταφυλλίδης, 1960, πηγή: Φωτογραφικό Αρχείο Μουσείου Μπενάκη

Το αρχειακό υλικό είναι λοιπόν το μισό κομμάτι της έκθεσης, και η ιδέα είναι ότι θα περιβάλλει τον επισκέπτη της έκθεσης• θα οργανώνεται με τρία στοιχεία: το πρώτο είναι εικόνες τοπίων χωρίς αρχιτεκτονική, το δεύτερο είναι εικόνες αρχιτεκτονικής –σχέδια, φωτογραφίες των κτηρίων και των διαφόρων χώρων–, και το τρίτο στοιχείο του αρχειακού κομματιού είναι αυτό που ονομάζουμε «στοιχεία ταυτότητας». Αυτό είναι ένα αρκετά γλιστερό μονοπάτι, στο οποίο κινούμαστε γιατί, όπως είπα και στην αρχή, μέρος της τουριστικής εμπειρίας και του τουρισμού είναι αυτή η αναδιαμόρφωση της εθνικής ταυτότητας. Αναζητούμε λοιπόν σ’ αυτό το κομμάτι στοιχεία ταυτότητας, που μας καθόρισαν ως «εθνική ταυτότητα», και ο κίνδυνος φυσικά είναι να πέσει κανείς, να γλιστρήσει στο στερεότυπο. Παρ’ όλα αυτά θα επιχειρήσουμε, μέσα από την απεικόνιση κάποιων στοιχείων που θεωρούμε πως καθόρισαν την εθνική ταυτότητα, να τα καταγράψουμε.
Το δεύτερο τμήμα της έκθεσης αφορά ό,τι βρίσκεται μέσα σ’ αυτό που είπα ότι είναι το αρχειακό, που περιβάλλει τον επισκέπτη. Στο εσωτερικό υπάρχουν οι νέες προτάσεις από Έλληνες και ξένους αρχιτέκτονες, και αυτό απαντάει κάπως στον Φίλιππο Ωραιόπουλο. Ότι, ενώ τα περίπτερα είναι εθνικά, άρα είναι η προβολή της χώρας, η αρχιτεκτονική παραγωγή της χώρας, εμείς θεωρούμε ότι μπορεί να συνυπάρξουν ουσιαστικά Έλληνες και ξένοι αρχιτέκτονες, και αυτό είναι μια ευκαιρία για να δει κανείς πώς ένα κοινό θέμα, μιας τουριστικής εγκατάστασης στο τοπίο, μπορεί να αντιμετωπιστεί από τους Έλληνες όσο και από τους ξένους, που αντιλαμβάνονται το ίδιο θέμα με διαφορετική οπτική. Αυτή είναι η έκθεση.


Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην περιοδική έκδοση “αρχιτέκτονες”, τεύχος 12/13, Μάιος-Ιούνιος 2014