Περίληψη Εισήγησης

 

Τίτλος: ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΑ-ΧΩΡΟΤΑΞΙΑ. Η έννοια της κλίμακας στην οργάνωση του αστικού χώρου

 

Νικόλαος Ροδολάκης, δρ αρχιτέκτων-πολεοδόμος,
καθηγητής Πολεοδομίας, Χωροταξίας και Περιφερειακής Ανάπτυξης
πρόεδρος Τμήματος Μηχανικών Χωροταξίας και Ανάπτυξης Α.Π.Θ.

Περίληψη

Από τις πρώτες μόνιμες ομαδικές ανθρώπινες εγκαταστάσεις στα βάθη της ανθρώπινης ιστορίας μας χωρίζουν παραπάνω από πέντε χιλιετίες περίπου. Τότε γεννήθηκαν ουσιαστικά και οι έννοιες τόσο της αρχιτεκτονικής όσο και της πολεοδομίας-χωροταξίας εφόσον οι άνθρωποι άρχισαν να μεριμνούν συλλογικά για την καλύτερη οργάνωση και διευθέτηση του χώρου των μόνιμων αυτών ομαδικών εγκαταστάσεων που πολύ αργότερα ονομάστηκαν πόλεις. Δεν είναι υπερβολικά παράτολμο να παραδεχθεί κανείς ότι οι σημερινές μεγαλουπόλεις αποτελούν την πιο σύγχρονη μετεξελιγμένη μορφή των πρώτων αστικών συγκεντρώσεων στα δέλτα των μεγάλων ποταμών της Ασίας. Δηλαδή είναι γνωστό ότι η επιρροή φυσικών, γεωγραφικών, οικονομικών και κοινωνικο-πολιτιστικών συνθηκών, παραγόντων και μεταλλαγών ήταν και είναι καθοριστική για την εξέλιξη των αστικών συγκεντρώσεων, των αρχιτεκτονικών τύπων και μορφών καθώς και των πολεοδομικών σχηματισμών από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα.
Οι παραπάνω συνθήκες οδήγησαν σε αποφάσεις και επιλογές που κατέληξαν σε συγκεκριμένες αρχιτεκτονικές και πολεοδομικές δομές. Γενικά επεμβάσεις πολεοδομικού χαρακτήρα μπορεί να αναφέρει κανείς πάρα πολλές διαμέσου των αιώνων αλλά οι όροι πολεοδομία και χωροταξία, όπως αποδόθηκαν (με επιτυχία) αργότερα στα ελληνικά, εμφανίστηκαν κατά τον 20ό αιώνα ως προέκταση του κινήματος «λειτουργικού ρασιοναλισμού» στη σύγχρονη αρχιτεκτονική στην Ευρώπη από τον ελβετο-γάλλο αρχιτέκτονα-πολεοδόμο Le Corbusier, αλλά σε πολύ ευρύτερο επίπεδο αναφοράς και μεγαλύτερη κλίμακα (urbanisme).
Με την πάροδο του χρόνου η πολεοδομία και η χωροταξία καθιερώθηκαν σταδιακά, αυτονομούμενες πλήρως από την αρχιτεκτονική, αποκτώντας ταυτόχρονα δικό τους πολύ ευρύτερο διαφοροποιημένο περιεχόμενο και επιστημονικό πεδίο έρευνας και εφαρμογής. Έτσι αποτέλεσαν ανεξάρτητο διεπιστημονικό τομέα που συνδέεται (και συνδυάζεται) εξίσου και με άλλους επιστημονικούς τομείς όπως είναι οι οικονομικές και κοινωνικές επιστήμες, η ψυχολογία, η οικολογία κ.λ.π. αλλά και επιστημονικές και τεχνικές θεωρήσεις και εφαρμογές που υλοποιούν τις αποφάσεις και επιλογές οργάνωσης και ανάπτυξης του χώρου (π.χ. μεταφορές και συγκοινωνίες).
Παρ’ όλα αυτά ακόμα και σήμερα δεν είναι σπάνιο να συγχέεται το περιεχόμενό τους με την αρχιτεκτονική (κυρίως στις μεσογειακές χώρες) είτε από άγνοια είτε από σκοπιμότητα και να υφίστανται τις αρνητικές επιπτώσεις από αυτή τη σύγχυση.
Γενικά πάντως αυτό που πρέπει να γίνει κατανοητό είναι ότι όσον αφορά την πολεοδομία δεν πρόκειται για μια αρχιτεκτονική του ευρύτερου αστικού χώρου σε μεγαλύτερη δηλαδή κλίμακα, αλλά μια ευρύτερη αντίληψη και διαδικασία οργάνωσης του αστικού χώρου στην οποία ενυπάρχει μαζί με άλλες και η αρχιτεκτονική συνιστώσα ως επιμέρους διαδικασία υλοποίησης (και μορφοποίησης) ορισμένων από τις προτάσεις της, όπως συμβαίνει άλλωστε και με τη συγκοινωνιακή τεχνική, την οδοποιία, την υδραυλική, την τεχνική περιβάλλοντος κ.λ.π. Είναι επίσης προφανές ότι η έννοια της χωροταξίας είναι ευρύτερη από την έννοια της πολεοδομίας γιατί αναφέρεται σε μια ευρύτερη ενότητα όπως ο περιφερειακός χώρος, στον οποίο εντάσσεται ο αστικός (χώρος), αλλά γενικά υπάρχουν υπερκαλύψεις εφόσον τα όριά τους είναι ασαφή και συγκεχυμένα από τις πολλαπλές αλληλοεξαρτήσεις.

 

Εισήγηση

 

Νικόλαος Ροδολάκης, δρ αρχιτέκτων-πολεοδόμος,
καθηγητής Πολεοδομίας, Χωροταξίας και Περιφερειακής Ανάπτυξης
πρόεδρος Τμήματος Μηχανικών Χωροταξίας και Ανάπτυξης Α.Π.Θ.

ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΑ-ΧΩΡΟΤΑΞΙΑ
Η έννοια της κλίμακας στην οργάνωση του αστικού χώρου

Από τις πρώτες μόνιμες ομαδικές ανθρώπινες εγκαταστάσεις στα βάθη της ανθρώπινης ιστορίας μας χωρίζουν παραπάνω από πέντε χιλιετίες περίπου. Τότε γεννήθηκαν ουσιαστικά και οι έννοιες τόσο της αρχιτεκτονικής όσο και της πολεοδομίας-χωροταξίας εφόσον οι άνθρωποι άρχισαν να μεριμνούν συλλογικά για την καλύτερη οργάνωση και διευθέτηση του χώρου των μόνιμων αυτών ομαδικών εγκαταστάσεων που πολύ αργότερα ονομάστηκαν πόλεις. Δεν είναι υπερβολικά παράτολμο να παραδεχθεί κανείς ότι οι σημερινές μεγαλουπόλεις αποτελούν την πιο σύγχρονη μετεξελιγμένη μορφή των πρώτων αστικών συγκεντρώσεων στα δέλτα των μεγάλων ποταμών της Ασίας. H επιρροή φυσικών, γεωγραφικών, οικονομικών και κοινωνικο-πολιτιστικών παραγόντων και μεταλλαγών είναι καθοριστική για την εξέλιξη των αστικών συγκεντρώσεων και πολεοδομικών σχηματισμών από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα. Αλλά οι σύγχρονες αστικές δομές και ιεραρχίες, θα μπορούσε να πει κανείς, αποτελούν μετεξελικτικές φάσεις μιας διαδικασίας αστικοποίησης που άρχισε οριακά από τα αυτοδύναμα διοικητικά, ιερατικά, πολιτιστικά αλλά και μεταποιητικά κέντρα του Μεσαίωνα, πέρασε από τα τελευταία δείγματα λειτουργικά ισορροπημένων πόλεων της αναγεννησιακής περιόδου για να καταλήξει σε μια πολεοδομική οργάνωση στρατιωτικού και αστυνομικού χαρακτήρα μέσα από την προοδευτική συγκέντρωση των εξουσιών και τη δημιουργία του κράτους. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την κυριαρχία του μεγαλειώδους στην αρχιτεκτονική και την έντονη ιεράρχηση των μέχρι τότε σχετικά ισοδύναμων και αυτόνομων πολεοδομικών σχηματισμών.
H ανάπτυξη των εμπορικών συναλλαγών και του υπερπόντιου εμπορίου με την κερδοσκοπία και αποθησαύριση των προνομιούχων τάξεων είναι από τις κυριότερες αιτίες δημιουργίας των μεγάλων πόλεων, μέσα στις οποίες αποτυπώθηκαν για πρώτη φορά οι κοινωνικές διακρίσεις. H βιομηχανική επανάσταση ήρθε σε λίγες δεκαετίες ως διαδικασία αναπροσαρμογής των νόμων της αγοράς σύμφωνα με τα διαθέσιμα εργατικά χέρια, τις πρώτες ύλες και τις νέες τεχνικές, ενώ η χωρίς προηγούμενο αστικοποίηση των μέχρι τότε αγροτικών μαζών και η εξάπλωση των ανθρώπινων συναθροίσεων (δηλαδή των πόλεων) κατά τη μετάβαση από το εμπορικό στο βιομηχανικό κεφαλαιοκρατικό σύστημα είχε ως αποτέλεσμα την αποκορύφωση της εκμετάλλευσης και την εξαθλίωση των συνθηκών εργασίας και κατοικίας μέσα στις αναρχούμενες και υποβαθμισμένες μεγάλες βιομηχανικές πόλεις που δημιουργήθηκαν.
Γενικά η αστικοποίηση είναι ένα πολύπλοκο οικονομικο-κοινωνικό φαινόμενο, ιστορικά μεταβαλλόμενο, που εκδηλώνεται κυρίως κατά την πορεία εκβιομηχάνισης και επιδρά άμεσα στη δημογραφική δομή και την οργάνωση του αστικού και περιφερειακού χώρου.
Είναι γνωστό ότι η αστικοποίηση εξελίχθηκε και αναπτύχθηκε κυρίως στην Ευρώπη παράλληλα με την εκβιομηχανοποίηση, και όπως αναφέρει ο γάλλος φιλόσοφος Henri Lefebvre, πρόκειται για τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος.
H άθλια κατάσταση που επικράτησε στις μεγάλες ευρωπαϊκές πόλεις μετά τη βιομηχανική επανάσταση αποτέλεσε το κίνητρο εμφάνισης πολλών «ρευμάτων» που πρότειναν θεραπευτικούς κυρίως τρόπους αναδιοργάνωσης του κοινωνικού και πολεοδομικού περιβάλλοντος. Tα ουτοπικά μοντέλα ορισμένων φιλοσόφων του 19ου αιώνα αποτελούν έκφραση των οπαδών της «τάξης» στην οργάνωση του αστικού χώρου, είτε έχουν προοδευτικό (Fourier, Owens) είτε πολιτιστικό χαρακτήρα (Morris, Ruskin), ενώ το μοντέλο της κηπούπολης του Howard που εμφανίστηκε στο τέλος του ίδιου αιώνα στην Αγγλία αποτέλεσε κατά κάποιο τρόπο τη συνισταμένη όλων των προηγουμένων και τον πρόδρομο της σύγχρονης πολεοδομίας τουλάχιστον στη Μεγάλη Βρετανία.
Η μετάβαση, από την ουτοπία του 19ου αιώνα στον τεχνολογικό ρεαλισμό του 20ου αιώνα, δεν έγινε με μιας, αλλά προοδευτικά ακολουθώντας τις κοινωνικο-οικονομικές διακυμάνσεις. Η φαντασία δεν έπαψε να παίζει μέχρι σήμερα ένα αρκετά σπουδαίο ρόλο στην οργάνωση του χώρου αφού την ξαναβρίσκει κανείς, στις σύγχρονες αρχιτεκτονικές και πολεοδομικές αντιλήψεις, κάτω από «εκσυγχρονισμένα» τεχνοκρατικά ιδεολογικά σχήματα, από εδώ και πέρα μονάχα από αρχιτέκτονες των οποίων οι απόψεις επηρέασαν καθοριστικά την πολεοδομία και τη χωροταξία, τόσο στην Αμερική όσο και στην Ευρώπη.
H μετάβαση αυτή έγινε κυρίως με την οικειοποίηση και διαστροφή από τη βιομηχανική κοινωνία των βασικών αρχών των «ουτοπιστών» προπολεοδόμων (όπως τους ονόμασαν αργότερα) με στόχο να λυθούν τα εσωτερικά προβλήματα του κυρίαρχου κοινωνικο-οικονομικού συστήματος (με το να εξουδετερωθούν τα πολιτικο-ιδεολογικά κινήματα) και να πουληθούν μαζικά τα τεχνολογικά επιτεύγματα της βιομηχανίας για την αναδόμηση και αναδιάρθρωση των μεγάλων και συμφορημένων βιομηχανικών πόλεων.
Ιστορικά, ο κοινωνικός προβληματισμός που προκάλεσαν οι παραπάνω συνθήκες (στις μεγάλες βιομηχανικές πόλεις της Ευρώπης του 19ου αιώνα) οδήγησε στη διαμόρφωση, συγκεκριμενοποίηση και αργότερα στην εφαρμογή των αρχών της σύγχρονης πολεοδομίας, για την αναδιοργάνωση και διευθέτηση του χώρου των μεγάλων βιομηχανικών πόλεων με πολεοδομικές επεμβάσεις, τόσο στο κέντρο όσο και στην περιφέρειά τους.
Μια από τις προτάσεις που προέρχονται από τη νέα αυτή αντίληψη του χώρου ήταν η βιομηχανική πόλη (cite industrielle) του γάλλου αρχιτέκτονα Tony Garnier. Η μελέτη αυτή, που παρουσιάζει αρκετά κοινά στοιχεία με τα "προοδευτικά" προ-πολεοδομικά μοντέλα, εκπονήθηκε το 1901-1904 και δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά το 1917. Πρόκειται για μια βιομηχανική πόλη 35.000 κατοίκων που σχεδιάστηκε για το Δήμο της Λυών (Γαλλία).
Μετά τον αρχιτέκτονα Tony Garnier, οι αρχιτέκτονες που ασχολούνται με την πολεοδομία, είτε είναι προοδευτικής, νατουραλιστικής, ρασιοναλιστικής ή τεχνοκρατικής έμπνευσης, ξεχωρίζουν τις ζώνες εργασίας από τις ζώνες κατοικίας, τις κεντρικές περιοχές από τις περιοχές αναψυχής. Κάθε μια από τις ζώνες υποδιαιρείται σε μικρότερες ζώνες το ίδιο τακτικά ταξινομημένες, ανάλογα με το είδος π.χ. της εργασίας, διοικητική, βιομηχανική, ή εμπορική εργασία κλπ, με αντικειμενικό στόχο την απρόσκοπτη λειτουργικότητα. Δεν υπάρχει πια προβληματισμός για τις αιτίες που προκαλούν ορισμένα φοβερά αποτελέσματα αλλά μονάχα η θέληση να ρυθμισθούν αυτά τα ζητήματα, τα οποία σε τελευταία ανάλυση αποτελούν αμετάβλητες σταθερές από τις οποίες πρέπει να ξεκινά κάθε φορά κανείς για να βρει τις καλύτερες συμβιβαστικές λύσεις στα προβλήματα που δημιουργούνται.
Ο γνωστός αμερικανός αρχιτέκτονας Frank Lloyd Wright μαθήτευσε στο τέλος του 19ου αιώνα κοντά στον Louis Sullivan υιοθετώντας τα αρνητικά αισθήματα του τελευταίου για τις μεγάλες αμερικάνικες πόλεις καθώς και τις «ρομαντικές» απόψεις του για την οργάνωση των πόλεων. Στη «μελλοντική πόλη» του Wright, το Broadacre city, που περιέγραψε στις αρχές του αιώνα, το φυσικό τοπίο ξαναβρίσκει τη συνεχή έκφραση στο χώρο αφού οι αστικές λειτουργίες είναι τεμαχισμένες και διασκορπισμένες σε περιορισμένης έκτασης ενότητες του περιφερειακού χώρου. Σ' αυτές τις «ενότητες» υπάρχουν κυρίως διάσπαρτες μονοκατοικίες των οποίων οι κάτοικοι απασχολούνται εκτός των άλλων και με την καλλιέργεια των αγρών που θεωρείται μία κατ' εξοχήν «ψυχαγωγική» απασχόληση. Oι μονοκατοικίες αυτές, που δεν θα έχουν μεγάλο κόστος, μπορούν να συνδυάζονται με πρωτότυπο τρόπο για να δώσουν ένα όμορφο σύνολο που θα εκφράζει αυτούς που κατοικούν σ' αυτές έτσι «τα σπίτια των εργατών θα είναι ισάξια με τα σπίτια των πλουσίων».
Στην Aμερική μετά το 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο, την υποβάθμιση και τον κορεσμό των κεντρικών περιοχών των μεγάλων πόλεων ακολούθησε η λεγόμενη προαστιακή ανάπτυξη (suburbanization) με την ενσωμάτωση και λειτουργική διασύνδεση των γύρω (περιαστικών) χώρων στον αστικό πυρήνα της πόλης και τη δημιουργία προαστίων από μονοκατοικίες για τα μεγαλύτερα εισοδηματικά στρώματα, σύμφωνα με το αντιαστικό αμερικάνικο πρότυπο που διατύπωσε ο Frank Lloyd Wright στις αρχές του αιώνα. Οι υφιστάμενες συνθήκες και η γενικότερη αυτή πολιτική ανάπτυξης των προαστίων βοήθησε στην ακόμα μεγαλύτερη υποβάθμιση και υποανάπτυξη των κεντρικών ζωνών των μεγάλων πόλεων στις Η.Π.Α. με αποτέλεσμα την άμεση παρέμβαση του κράτους για την αντιμετώπιση της κατάστασης αυτής. Την υποβάθμιση αυτή συμπλήρωσε η αύξηση της ανεργίας και της εγκληματικότητας, οι φυλετικές διακρίσεις και συγκρούσεις κλπ. με αποτέλεσμα τη δημιουργία «γκέτο». Οι συνθήκες αυτές υποβάθμισης και ανασφάλειας οδήγησαν τις μεσαίες τάξεις στην αναζήτηση κατοικίας στα προάστια (σύμφωνα με τα αντιαστικό αμερικανικό πρότυπο της αρχής του αιώνα).
Ο ρασιοναλισμός που προήλθε από τα ρεύματα της αρχής του αιώνα στις δυτικές χώρες βρήκε πρόσφορο έδαφος στη Ρωσία, όπου η κατάσταση άλλαξε ριζικά μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση του 1917. Πολλές αρχιτεκτονικές και πολεοδομικές θεωρίες εμφανίστηκαν στη Σοβιετική Ένωση του 1920, οι οποίες παραμερίστηκαν αργότερα κάτω από την πίεση του περιοριστικού και πολλές φορές καταπιεστικού συστήματος που ακολούθησε για μεγάλο χρονικό διάστημα την εξέλιξη του σοβιετικού καθεστώτος. Γι' αυτόν το λόγο τα αρχιτεκτονικά και πολεοδομικά μοντέλα που εμφανίστηκαν ανάμεσα στο 1920 και 1930 στη Ρωσία δεν επηρέασαν ούτε προσανατόλισαν καθοριστικά την πολεοδομική και χωροταξική οργανωτική εξέλιξη ούτε στη Σοβιετική Ένωση ούτε πουθενά αλλού,
Αντίστοιχες ιδέες συλλογικής αντιμετώπισης του προβλήματος διατυπώθηκαν αργότερα από τους λεγόμενους «αντι-πολεοδόμους», των οποίων η σύλληψη του χώρου βασίζονταν κυρίως στην κατάργηση της αντίθεσης ανάμεσα στην πόλη και την ύπαιθρο όπως βασικά προέρχεται από την κριτική των μεγάλων βιομηχανικών πόλεων του Marx και του Engels. Οι προτάσεις των αρχιτεκτόνων «αντι-πολεοδόμων», που θεωρούνται μέχρι σήμερα αρκετά ενδιαφέρουσες, φτάνουν στο σημείο να καταργούν την έννοια αυτής καθαυτής της βιομηχανικής πόλης, με το να συνιστούν μια πολιτικο-οικονομική λύση βασισμένη σε μια ισορροπημένη ανακατανομή των βιομηχανικών και αγροτικών δραστηριοτήτων σ' ολόκληρη τη χώρα (μακρο-κλίμακα) που δεν πρέπει όμως να είναι ξεκομμένη από την καθημερινή ζωή των μαζών (μικρο-κλίμακα).
Παρόλα αυτά οι καθοριστικές επιλογές που διαμόρφωσαν το χαρακτήρα του σοβιετικού καθεστώτος, από τη βαριά βιομηχανία μέχρι τη δημιουργία νέων πόλεων δορυφόρων κατεύθυναν την εξέλιξη της αρχιτεκτονικής και πολεοδομικής οργάνωσης, έτσι ώστε να μη διαφοροποιούνται ριζικά από τα πολεοδομικά και χωροταξικά «καπιταλιστικά μοντέλα» οργάνωσης τα οποία αντέγραψαν αργότερα αφού η μεγιστοποίηση της αποδοτικότητας και ο γραφειοκρατικός συγκεντρωτισμός, δεν είναι δυνατό να είναι χωρίς επιπτώσεις.
Το κίνημα που εμφανίστηκε μετά από τον Α' Παγκόσμιο πόλεμο του 1914, κάτω από την επιρροή του κυβισμού στη ζωγραφική, σε αντίθεση με την Art Nouveau και υπέρ των καθαρών μορφών, το οποίο οι ιστορικοί ονόμασαν «ρασιοναλιστική αρχιτεκτονική», έφθασε μέχρι του ν' ασχοληθεί και με πολεοδομικά και χωροταξικά προβλήματα. Οι κυριότεροι από τους εκπροσώπους του, όπως οι γερμανο-αμερικάνοι αρχιτέκτονες, Gropius και Mies Van der Rohe, καθώς και ο γαλλο-ελβετός Le Corbusier κ.ά., έβαλαν τις βάσεις ενός νέου διεθνούς αυτή τη φορά «style» που χαρακτηρίζεται από την έμφαση που δίδει στην απόλυτη λειτουργικότητα του χώρου και στην απλοποίηση των αρχιτεκτονικών μορφών, με τη μαζική χρήση του οπλισμένου σκυροδέματος. Στην αρχή, στις περισσότερες χώρες το κίνημα αυτό συνάντησε βίαιη αντίδραση, τόσο από τους ιθύνοντες όσο και από τις ακαδημίες, και τις διάφορες σχολές, αλλά με το διαρκή αγώνα των οπαδών του κατάφερε σιγά-σιγά να επιβληθεί, παρά το συντηρητικό πνεύμα που κυριαρχούσε ακόμα στη μεταβατική εκείνη εποχή του μεσοπολέμου.
Αξίζει να αναφέρει κανείς ενδεικτικά ορισμένες αντιπροσωπευτικές απόψεις και θεωρήσεις που επηρέασαν και συνεχίζουν να επηρεάζουν μέχρι σήμερα την οργάνωση και ανάπτυξη του αστικού και περιφερειακού χώρου. Το όνομα του Gropius, ιδρυτή και πρώτου διευθυντή, είναι δεμένο μ' εκείνο της Σχολής του Bauhaus στη Γερμανία από τη δεκαετία του 1920. Έτσι ο ορθολογισμός της μορφής επιδρά μέχρι στη δομή της πόλης του 20ού αιώνα, που με τη σειρά της αλλάζει πρόσωπο με την είσοδό της στη βιομηχανική εποχή. Η συστηματοποίηση και η χρήση νέων συγχρόνων υλικών όπως ο χάλυβας και το οπλισμένο σκυρόδεμα συνέβαλαν στην αλλαγή της κλίμακας της πόλης, τουλάχιστον σε ότι αφορά τις κατασκευές και τα κτίρια.
Οι ιδρυτές του Bauhaus ήταν αρχιτέκτονες, καλλιτέχνες ζωγράφοι, σχεδιαστές επίπλων αλλά και πολεοδόμοι χωροτάκτες (Klee. Modrian, Kadinsky, Breuer, Mies Van der Rohe...). Θεωρούσαν ότι η αρχιτεκτονική στις καλές τέχνες και αντίστροφα ήταν υπέρ των καθαρών μορφών και κατά της επίπλαστης διακόσμησης των κτιρίων.
Χαρακτηριστικά αναφέρει ο Gropius αργότερα στα κείμενα του:
«Η ιδέα μου, του αρχιτέκτονα ως συντονιστή - του οποίου το έργο είναι να συνδέσει τα διάφορα μορφολογικά, τεχνικά, κοινωνικά και οικονομικά προβλήματα που εμφανίζονται σε σχέση με την κατασκευή - με οδήγησε αναπόφευκτα από τη λειτουργική μελέτη του σπιτιού σ' αυτήν του δρόμου, από το δρόμο στην πόλη και τελικά σε προεκτάσεις ακόμα πιο πλατειές, στον περιφερειακό και εθνικό σχεδιασμό».
Από τα παραπάνω συμπεραίνει κανείς ότι η ιδέα του πολύπλευρου, ή παγκόσμιου ανθρώπου υπήρχε από την Αναγέννηση ως ένα βασικό ανθρωπιστικό ιδανικό της κυρίαρχης τάξης, αλλά η ιδέα του πολύπλευρου σχεδιαστή του χώρου «τεχνοκρατικής έμπνευσης» εμφανίστηκε στις αρχές του 20ού αιώνα.
Ο Le Corbusier που είναι ο εμπνευστής και συγγραφέας της Χάρτας της Αθήνας, είναι ίσως και ο πιο γνωστός από τους «πολύπλευρους» σχεδιαστές του χώρου της πρώτης πεντηκονταετίας του 20ού αιώνα, τόσο ως αρχιτέκτονας-αισθητικός όσο και ως πολεοδόμος θεωρητικός (εφόσον ο ίδιος δεν έκανε πολλές πολεοδομικές εφαρμογές). Το σημείο εκκίνησης των σύγχρονων πολεοδομικών  του απόψεων είναι, όπως και για τους προηγούμενους, ο καθορισμός ζωνών κατοικίας με γνώμονα την υγιεινή διαβίωση των ανθρώπων μέσα σ' αυτές. Τα τρία βασικά στοιχεία της δομής τους είναι ο καθαρός αέρας, ο ήλιος και το πράσινο, όπως στα περισσότερα από τα προηγούμενα οικιστικά μοντέλα. Αλλά ο κυριότερος νεωτερισμός που εισάγει ο Le Corbusier είναι η οικοδόμηση «καθ' ύψος», που (όπως υποστηρίζει) παρουσιάζει το διπλό πλεονέκτημα να τοποθετεί την κατοικία σ' ένα φυσικό πλαίσιο χωρίς να παραμελεί την οργάνωση των κοινόχρηστων εξυπηρετήσεων.
Με τον Le Corbusier ξαναεμφανίζεται η εικόνα του «τυπικού ανθρώπου» (le modulor) που είναι ο ίδιος σ' ολόκληρο τον κόσμο, ανεξάρτητα αν πρόκειται για την Βραζιλία, τις Ινδίες, ή το Παρίσι. Οι ανάγκες του παγκόσμιου αυτού ανθρώπου περιλαμβάνονται στα πλαίσια των τεσσάρων λειτουργιών-κλειδιά : κατοικία, εργασία, ψυχαγωγία και κυκλοφορία, όπως αυτές εμφανίστηκαν για πρώτη φορά στη Χάρτα της Αθήνας που δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά το 1941 ανώνυμα στο Παρίσι. Οι απόψεις που εκφράζονται έχουν σχεδόν πάντοτε απόλυτο χαρακτήρα που θυμίζει τον πατερναλισμό των ουτοπιστών της προ-πολεοδομίας, ενώ παράλληλα η φροντίδα για μια τεχνική, αισθητική και λειτουργική τάξη φανερώνει την πρόθεση αναπροσαρμογής της μεγάλης βιομηχανικής πόλης στις απαιτήσεις του υπό εξέλιξη κοινωνικο-οικονομικού συστήματος.
Χαρακτηριστικά αναφέρει ότι η πόλη κατά το τέλος του 19ου αρχές 20ού αιώνα είναι αναχρονιστική. Πρέπει να κάνει τη βιομηχανική της επανάσταση, γεγονός που απαιτεί τη χρήση νέων υλικών(μπετόν, ατσάλι γυαλί) αλλά και την τυποποίηση (standardization)  και τη μηχανοποίηση της κατασκευής που οδηγεί σε αλλαγή της κλίμακας των οικοδομών, δηλαδή σε μια νέα τυπολογία.
Μπορεί να ισχυρισθεί κανείς πως η πολεοδομική θεωρία του Le Corbusier είναι κατά κάποιο τρόπο ένα είδος συνισταμένης όλων των θεωριών των προ-πολεοδόμων, αφού μέσα σ' αυτήν βρίσκει κανείς αφομοιωμένες αλλά και διαφοροποιημένες τις περισσότερες από αυτές, στα πλαίσια φυσικά της σύγχρονης τεχνολογίας και σύμφωνα με τις επιτακτικές ανάγκες της "υπό ανάπτυξη" κοινωνίας της εποχής εκείνης. Έναν άλλο νεωτερισμό που ανακαλύπτει κανείς στις θεωρίες του Le Corbusier είναι η κατάργηση, στ' όνομα της υγιεινής και της κυκλοφοριακής τάξης, της έννοιας του παραδοσιακού δρόμου. Η κυκλοφορία αντιμετωπίζεται σαν κάτι το ξεχωριστό αφού αυτή καθαυτή θεωρείται σαν μια από τις τέσσερις βασικές λειτουργίες. Τα blocks των κτιρίων είναι τελείως αποδεσμευμένα από τους άξονες κυκλοφορίας, είτε πρόκειται για δρόμους μεγάλης ταχύτητας είτε για πεζόδρομους.
Όσον αφορά τις διδασκαλίες του Le Corbusier που εκφράζονται στη Χάρτα της Αθήνας, διαπιστώνει κανείς πολύ συχνά πως υπάρχει πλήρης αντίθεση ανάμεσα σ' αυτά που λέει και τα αποτελέσματα που προκύπτουν από την εφαρμογή των θεωριών του.
Π.χ. αν και ο Le Corbusier ισχυρίζονταν πως υπεράσπιζε την «ανθρώπινη κλίμακα», η πιο άμεση συνέπεια της αρχής που καθιέρωνε την κατάργηση του παραδοσιακού δρόμου ήταν να στερήσει από τις πόλεις κάθε έννοια ανθρώπινης κλίμακας της οποίας ο δρόμος ήταν από την αρχαιότητα το πιο σίγουρο μέτρο σύγκρισης. Με την εφαρμογή των θεωριών του, η οργάνωση των πόλεων προσαρμόσθηκε περισσότερο στην κλίμακα του αυτοκινήτου και λιγότερο στην ανθρώπινη κλίμακα..
Για την αναδιοργάνωση του χώρου των πόλεων επικράτησαν μετά το 2ο παγκόσμιο πόλεμο κυρίως στην Ευρώπη οι επεμβάσεις ολικής ανάπλασης του κέντρου με την κατεδάφιση των απαρχαιωμένων κτισμάτων και την ανοικοδόμηση στη θέση τους νέων, σύμφωνα με τις αρχές της Χάρτας της Αθήνας, ενώ για την εξάπλωση του αστικού χώρου σε περιφερειακή κλίμακα η αναδιοργάνωση παρουσιάζεται, είτε υπό μορφή συνεχούς επέκτασης με τη δημιουργία νέων μεγάλων συγκροτημάτων προαστιακού χαρακτήρα, με τις ίδιες αρχές, είτε υπό ασυνεχή μορφή με τη δημιουργία νέων οικισμών-δορυφόρων.
Εκτός από τη δημιουργία κατευθείαν νέων δορυφόρων-πόλεων, όπως έγινε αμέσως μετά τον πόλεμο στην Αγγλία, η εσπευσμένη αστική επέκταση σ' άλλες ευρωπαϊκές χώρες έγινε με τον καθορισμό κατάλληλων περιοχών στις περιμετρικές ζώνες των μητροπόλεων, για την οικοδόμηση μέσα σ' αυτές, με οργανωμένο τρόπο πια στο μέλλον, οικοδομικών συγκροτημάτων κατοικίας.
Oι «Ζώνες Οικοδόμησης κατά Προτεραιότητα» στην ευρύτερη περιοχή των μεγαλουπόλεων δεν ήταν δυνατό να εξοπλιστούν με όλες τις απαραίτητες κοινόχρηστες εγκαταστάσεις και υπηρεσίες για την εξυπηρέτηση του συνόλου του πληθυσμού τους. Mε την οργανωμένη «καθ' ύψος» οικοδόμηση των ζωνών αυτών σύμφωνα με τις αρχές της Χάρτας της Αθήνας άλλαξε ριζικά η όψη και ο χαρακτήρας της ευρύτερης περιοχής των μητροπόλεων, αν και ο σχεδόν συνεχής αυτός τρόπος επέκτασης δεν διέφερε ουσιαστικά από την προαστιακή συνεχή παράθεση μονοκατοικιών. Αλλά οι ανάγκες ήταν πολλές και οι διαθέσιμοι χώροι γύρω από τις μεγάλες πόλεις γέμισαν πολύ γρήγορα, έτσι ώστε, εκτός από το στεγαστικό πρόβλημα που αντιμετωπίστηκε σε γενικές γραμμές, όλα τα υπόλοιπα προβλήματα, όπως οι υποδομές, οι κοινωνικές υπηρεσίες, οι κυκλοφοριακές δυσκολίες, παρέμειναν οξύτερα. Αποτέλεσμα της πολεοδομικής αλλά και αρχιτεκτονικής οργάνωσης των μεγάλων οικιστικών συνόλων ήταν η κακή ποιότητα της κατασκευής και η ανεπάρκεια του εσωτερικού χώρου των διαμερισμάτων, η μονοτονία και κοινοτυπία του αρχιτεκτονικού σχεδιασμού, τόσο του εσωτερικού, όσο και των όψεων με τις διατάξεις των όγκων των κτιρίων, η ανεπάρκεια κοινωνικών και άλλων υπηρεσιών του οικισμού.
H εφαρμογή του γράμματος, και όχι πάντοτε του πνεύματος, του Le Corbusier και της Χάρτας της Αθήνας, στην προσπάθεια υλοποίησης των βασικών θεωριών για τη δημιουργία νέων οικιστικών συγκροτημάτων, κατέληξε στον τεμαχισμό του χώρου σε διακεκριμένες ζώνες (zoning) διαφορετικών «λειτουργιών» εργασίας, κατοικίας, ψυχαγωγίας και κυκλοφορίας, πράγμα που είχε ως αποτέλεσμα την «γκετοποίηση» των οικιστικών συνόλων από το γεγονός ότι κατοικήθηκαν κυρίως από οικογένειες της ίδιας εισοδηματικής τάξης και επαγγελματικού προσανατολισμού και κατέληξαν .να γίνουν σε μεγάλο βαθμό «εργατικά γκέτο» κατά τις πρώτες δεκαετίες και αργότερα «φυλετικά γκέτο» από τον μεγάλο αριθμό εγχρώμων που εγκαταστάθηκαν σ΄αυτά.
Tέλος για να ολοκληρωθεί ο κύκλος, ελπίζοντας ότι δε θα είναι «φαύλος», η πολεοδομία επιστρέφει ξανά στις ρίζες της, μετά από μια αποτυχημένη απόπειρα που έγινε το 19ο αιώνα από τους ουτοπιστές προπολεοδόμους με πολιτιστικά ιδεώδη, σε μια προσπάθεια αποκατάστασης και αναβίωσης των ιστορικών πόλεων. Aν και η Χάρτα της Αθήνας αναφέρεται στο τέλος και στην «ιστορική κληρονομιά των πόλεων» ο τρόπος που αντιμετωπίζει αυτό το θέμα είναι επιφανειακός και πολλές φορές περιφρονητικός θεωρώντας ότι πρόκειται για μια λατρεία της γραφικότητας της παλιάς γειτονιάς που δε λαμβάνει υπόψη τη μιζέρια και τη διαφθορά των κατοίκων της. Δεν ήταν δυνατό τότε να φανταστούν ότι μετά από 30 χρόνια η ίδια μιζέρια και διαφθορά θα αποτελέσει το κυρίαρχο χαρακτηριστικό των πιο σύγχρονων οικισμών που κτίστηκαν σύμφωνα με τις αρχές του.
Όλες αυτές όμως οι διαδικασίες ρύθμισης, αναβάθμισης και οργάνωσης του χώρου των μεγάλων βιομηχανικών πόλεων, σε συνδυασμό με τη γενικότερη εξέλιξη του κυρίαρχου οικονομικο-κοινωνικού συστήματος (κεντρικός έλεγχος των οικονομικών δραστηριοτήτων) και την ανάπτυξη της τεχνολογίας (δίκτυα μεταφορών και συστήματα επικοινωνίας) δημιούργησαν τις προϋποθέσεις για τη συγκρότηση ιεραρχικά οργανωμένων συστημάτων αλληλοεξάρτησης των οικισμών και γενικότερα των χρήσεων γης, σε περιφερειακό και εθνικό επίπεδο, έτσι ώστε να καταστεί δυνατή η σταδιακή μετατροπή ορισμένων μεγάλων βιομηχανικών πόλεων σε περιφερειακές και εθνικές «μητροπόλεις».
Αυτό επιτεύχθηκε κυρίως με τη δυνατότητα αποκέντρωσης σε περιφερειακό επίπεδο, από το ένα μέρος, σημαντικών δευτερογενών δραστηριοτήτων (κυρίως μεγάλων βιομηχανικών μονάδων κοντά στους νέους οικισμούς-δορυφόρους) οι οποίες δημιουργούσαν και τα περισσότερα λειτουργικά και περιβαλλοντικά προβλήματα στο εσωτερικό τους και από το άλλο, τη συσσώρευση, στις αναδιοργανωμένες και αναβαθμισμένες κεντρικές περιοχές  τους, των τριτογενών δραστηριοτήτων (εμπόριο, υπηρεσίες, διοίκηση) που δεν απευθύνεται μονάχα στον πληθυσμό τους αλλά στον πληθυσμό ολόκληρου του περιφερειακού συγκροτήματος που επηρεάζουν. Δηλαδή οι πόλεις αυτές μετατρέπονται σταδιακά από μεγάλα βιομηχανικά κέντρα σε διευθυντικά κέντρα υπηρεσιών και εξυπηρετήσεων που απευθύνονται, ελέγχουν και επηρεάζουν μια ολόκληρη περιφέρεια, με άλλα λόγια τριτογενοποιούνται και μεταβάλλονται σε περιφερειακές μητροπόλεις. Έτσι θα μπορούσε να πει κανείς ότι όπως η βιομηχανοποίηση και η αστικοποίηση αποτελούν «τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος», έτσι και η τριτογενοποίηση και μητροπολιτοποίηση αποτελούν επίσης «τις δύο όψεις ενός άλλου νομίσματος».
Δηλαδή ουσιαστικά η πολεοδομική και χωροταξική εξέλιξη τόσο στην Αμερική όσο και στην Ευρώπη βασίστηκε περισσότερο σε αρχιτεκτονικές προσεγγίσεις για την οργάνωση του χώρου που κυριάρχησαν κατά τον 20ό αιώνα με ολέθρια πολλές φορές αποτελέσματα
Όσον αφορά τώρα την πολεοδομία και τη χωροταξία αυτονομήθηκαν σταδιακά από την αρχιτεκτονική (μετά από έναν αιώνα), αποκτώντας ταυτόχρονα δικό τους πολύ ευρύτερο διαφοροποιημένο περιεχόμενο και επιστημονικό πεδίο έρευνας και εφαρμογής. Έτσι αποτέλεσαν ανεξάρτητο διεπιστημονικό τομέα που συνδέεται (και συνδυάζεται) εξίσου και με άλλους επιστημονικούς τομείς όπως είναι οι οικονομικές και κοινωνικές επιστήμες, η κοινωνιολογία, η οικολογία κ.λ.π. αλλά και επιστημονικές και τεχνικές θεωρήσεις και εφαρμογές που υλοποιούν τις αποφάσεις και επιλογές οργάνωσης και ανάπτυξης του χώρου (π.χ. μεταφορές και συγκοινωνίες). 
Παρ’ όλα αυτά ακόμα και σήμερα δεν είναι σπάνιο να συγχέεται το περιεχόμενό τους με την αρχιτεκτονική (κυρίως στις μεσογειακές χώρες) είτε από άγνοια είτε από σκοπιμότητα και να υφίστανται τις αρνητικές επιπτώσεις από αυτή τη σύγχυση. Γενικά τόσο η ορολογία όσο και το περιεχόμενο της πολεοδομίας και χωροταξίας διαφοροποιούνται σχετικά από χώρα σε χώρα και από γλώσσα σε γλώσσα (urbanisme, urban design, urban planning) ανάλογα με την ιστορία, τις πολιτιστικές συνθήκες και τις κοινωνικο-οικονομικές εξελίξεις.
Είναι γνωστό ότι η έννοια της χωροταξίας είναι ευρύτερη από την έννοια της πολεοδομίας γιατί αναφέρεται σε μια ευρύτερη ενότητα όπως ο περιφερειακός χώρος, στον οποίο εντάσσεται ο αστικός (χώρος), αλλά γενικά υπάρχουν υπερκαλύψεις εφόσον τα όριά τους είναι ασαφή και συγκεχυμένα από τις πολλαπλές αλληλοεξαρτήσεις.
H πολεοδομία και κατ’ επέκταση η χωροταξία είναι ένας διεπιστημονικός κλάδος που ασχολείται με την έρευνα και μελέτη της οργάνωσης και διευθέτησης του χώρου των ανθρώπινων ομαδικών εγκαταστάσεων και των παραγόντων που επηρεάζουν και καθορίζουν τη δομή τους, δηλαδή της πόλης η πρώτη και της περιφέρειας η δεύτερη, μέσα από μια σύνθετη διαδικασία προγραμματισμού-σχεδιασμού (planning ή planification). Δηλαδή η πολεοδομία-χωροταξία ασχολείται κυρίως με τις χρήσεις γης και τις σχέσεις αλληλοεξάρτησής τους, ενώ η αρχιτεκτονική, αν και διεπιστημονική αφορά κυρίως την τέχνη και την τεχνική του φυσικού σχεδιασμού τόσο της δομής όσο και της μορφής των κατασκευών που υλοποιούν τις χρήσεις γης μέσα στο (αστικό) χώρο.
Γενικά πάντως αυτό που πρέπει να γίνει κατανοητό είναι ότι όσον αφορά την πολεοδομία δεν πρόκειται για μια αρχιτεκτονική του ευρύτερου αστικού χώρου σε μεγαλύτερη δηλαδή κλίμακα, αλλά μια ευρύτερη αντίληψη και διαδικασία οργάνωσης του αστικού χώρου στην οποία ενυπάρχει μαζί με άλλες και η αρχιτεκτονική συνιστώσα ως επιμέρους διαδικασία υλοποίησης (και μορφοποίησης) ορισμένων από τις προτάσεις της, όπως συμβαίνει άλλωστε και με τις συγκοινωνίες και μεταφορές, την οδοποιία, την υδραυλική, την τεχνική περιβάλλοντος κ.λ.π.
Το ότι παραπάνω αναφέρονται κυρίως οι συνθήκες και οι εξελίξεις από άλλες χώρες (και όχι από την Ελλάδα) οφείλεται στο γεγονός ότι η εξέλιξη στον παραπάνω τομέα (όπως και σε άλλους τομείς) στην Ελλάδα έχει καθυστερήσει για αντικειμενικούς (ιστορικούς) λόγους με αποτέλεσμα άλλες ανεπτυγμένες χώρες να προηγούνται σημαντικά. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι στις περισσότερες χώρες της Ευρώπης υπήρξε μια συνεχής εξέλιξη του αστικού και περιφερειακού χώρου κατά τους τελευταίους αιώνες, ενώ στην Ελλάδα ανάλογα γεγονότα και καταστάσεις παρουσιάσθηκαν πολύ αργότερα διαφοροποιημένα και ενταγμένα στις τοπικές ιδιομορφίες και ιστορικές εξελίξεις. Έτσι όλες αυτές οι έννοιες και θεωρήσεις έφθασαν καθυστερημένα αφού αναπτύχθηκαν και εφαρμόστηκαν πολύ πριν στις παραπάνω χώρες. Το γεγονός αυτό εκτός από την αρνητική πλευρά της καθυστέρησης θα μπορούσε να έχει και θετικές πλευρές εφόσον από τις πολυδάπανες προσπάθειες και «πειραματισμούς» των άλλων μπορεί να επιλέξει κανείς «εκ των υστέρων» με μεγαλύτερη βεβαιότητα αυτό που του ταιριάζει για να μην διαπράξει τα σφάλματα που διέπραξαν αυτοί προηγουμένως.
Κάτω από αυτό το πρίσμα η πληροφόρηση που δίδεται και η κριτική που γίνεται σε φαινόμενα και επιλογές άλλων χωρών είναι ακόμα πιο χρήσιμη για την Ελλάδα, διότι δίδει τη δυνατότητα συγκρίσεων και παραλληλισμών για την υιοθέτηση, μέσα σ' αυτά τα πλαίσια, μιας πορείας προσαρμοσμένης στις τοπικές συνθήκες και ιδιομορφίες. Αλλά δυστυχώς σε μια χώρα όπως η Ελλάδα, που δεν έχουμε μάθει να διδασκόμαστε από τα δικά μας λάθη, δεν είναι δυνατό να διδαχθούμε από τα λάθη των άλλων. Πάντως κατά τις τελευταίες δεκαετίες ο ευρωπαϊκός κυρίως χώρος έχει αρχίσει να ομοιογενοποιείται με αποτέλεσμα οι συνθήκες, τα γεγονότα και τα φαινόμενα σε αστικό και περιφερειακό επίπεδο να αναπαράγονται με μικρές διαφοροποιήσεις χρονικά και τοπικά. Επιπλέον ορισμένα «μοντέλα» και διάφορες μέθοδοι και επιλογές που ακολουθούνται για την αντιμετώπιση των προβλημάτων οργάνωσης και ανάπτυξης του χώρου, έχουν σχεδόν ευθυγραμμιστεί (χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν τα τεράστια περιφερειακά εμπορικά κέντρα).
Άρα αυτό που προέχει στην Ελλάδα είναι η αποσαφήνιση και διακεκριμένη αντιμετώπιση τόσο της Αρχιτεκτονικής όσο και της Πολεοδομίας-Χωροταξίας εφόσον η αρχιτεκτονοποίηση της πολεοδομίας, δηλαδή η αναφορά σε προϋπάρχοντα αρχιτεκτονικά πρότυπα για την υλοποίηση συγκεκριμένων χρήσεων γης μέσα στον αστικό χώρο, αποδείχθηκε στο πρόσφατο παρελθόν ολέθρια. Αυτό πρέπει να αρχίσει φυσικά και στην Ελλάδα από την εκπαίδευση και να επεκταθεί σταδιακά στην άσκηση του επαγγέλματος τόσο του αρχιτέκτονα όσο και του πολεοδόμου-χωροτάκτη, τώρα μάλιστα που έχουν δημιουργηθεί ανεξάρτητες σχολές Πολεοδομίας-Χωροταξίας και το βάρος του γνωστικού αυτού αντικειμένου έχει περιέλθει δικαιωματικά στην αρμοδιότητά τους.
Βεβαίως δεν θα πάψει να υπάρχει πάντοτε αμοιβαία αλληλοεξάρτηση των δυο κατευθύνσεων με σημεία τομής και σύμπτωσης όπως είναι π.χ. αυτό που συνηθίζουμε να αποκαλούμε «αστικό σχεδιασμό» δηλαδή την αρχιτεκτονική διαμόρφωση του αστικού χώρου, η οποία απαιτεί ταυτόχρονα τόσο την πολεοδομική όσο και την αρχιτεκτονική προσέγγιση.
Δηλαδή πρέπει να προσδιοριστούν με σαφήνεια τα πλαίσια τόσο της αυτόνομης λειτουργίας κάθε κατεύθυνσης όσο και τα πλαίσια σύμπτωσης και συνεργασίας τους με τη θεσμοθέτηση του επαγγελματικού πλαισίου άσκησης κάθε μίας από αυτές. Πρέπει επιτέλους να τερματιστεί  η σύγχυση που επικρατεί για να είμαστε σε θέση να αντιμετωπίσουμε τα προβλήματα που προκύπτουν καθημερινά σε ευρωπαϊκό επίπεδο στην άσκηση του επαγγέλματος τόσο του αρχιτέκτονα όσο και του πολεοδόμου-χωροτάκτη. Μόνο με συνεχή ερευνητική προσπάθεια είναι δυνατό να διαμορφωθούν πρότυπα προσαρμοσμένα στις τοπικές συνθήκες και ιδιομορφίες τόσο σε αρχιτεκτονικό όσο και σε πολεοδομικό επίπεδο.

 


Αρχή σελίδας