Περίληψη Εισήγησης

 

Τίτλος: Ιστορική Αναδρομή του θεσμικού πλαισίου που επηρεάζει την Αρχιτεκτονική δημιουργία στον Ελλαδικό χώρο.

 
        Οι κυριότεροι παράγοντες που επηρεάζουν την Αρχιτεκτονική, την εξειδικεύουν και την διαφοροποιούν από την γενικότερη δημιουργία του Ανθρωπογενούς χώρου (χωροταξία, πολεοδομία) είναι πρωτίστως

  • Οι ανάγκες των χρηστών, όπως οι χρήσεις των κατασκευών, η λειτουργικότητα, αλλά και οι έκτακτες και πιεστικές ανάγκες, όπως οι μετακινήσεις πληθυσμών (πρόσφυγες, αστυφιλία, μετανάστευση), θεομηνίες (σεισμοί, πλημμύρες, πυρκαγιές, κ.α)
  • Και τα διαθέσιμα υλικά δόμησης, είτε αυτά παράγονται στην περιοχή, είτε εισάγονται από άλλες γειτονικές ή απόμακρες περιοχές. Αυτό το κεφάλαιο επηρεάζεται άμεσα από την έρευνα και την τεχνολογία που εισάγει νέα υλικά και βελτιώνει τα είδη χρησιμοποιούμενα.

Δευτερεύοντες, αλλά εξίσου σημαντικοί παράγοντες είναι:

  • Οι Μορφολογικές και Καλλιτεχνικές τάσεις της κάθε εποχής και οι τοπικές προεικόνες
  • Οι Πολιτικοκοινωνικές συγκυρίες, όπως η δικτατορία με την προβολή της μνημειακής αρχιτεκτονικής ή σε φάση εγκαθίδρυσης θρησκευτοπολιτικού καθεστώτος η ανάδειξη των χώρων λατρείας σε αντιδιαστολή με την λιτότητα των χώρων καθημερινής χρήσης
  • Η Πολιτική σταθερότητα και Οικονομική ευημερία και
  • Οι Περιορισμοί και Απαγορεύσεις (Νομοθεσία), όπως ο πολεοδομικός σχεδιασμός, οι δεσμεύσεις γύρω από αεροδρόμια, αρχαιολογικούς χώρους, οικολογικά ευαίσθητες περιοχές και τέλος οι διατάξεις για τον τρόπο δόμησης των κτισμάτων.

 

        Κάθε μια από τις παραπάνω ενότητες μπορεί να τύχει ευρείας ανάπτυξης, αλλά στα πλαίσια της σημερινής παρουσίασης θα περιοριστώ στην διαχρονική εξέλιξη της πολεοδομικής νομοθεσίας σκιαγραφώντας το κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο όπου εξελίσσεται καθώς και την τελική μορφή του κτισμένου χώρου που αυτή παράγει.

      Από την ίδρυση το Ελληνικού Κράτους και μέχρι σήμερα, μπορούμε να διακρίνουμε τρείς περιόδους με γνώμονα την Νομοτεχνική Τάση. Η κάθε μια από αυτές τις περιόδους θα μπορούσε να αναλυθεί σε επί μέρους, αλλά αυτό δεν είναι δυνατόν να παρουσιαστεί στα πλαίσια μιας παρουσίασης.

      Η πρώτη περίοδος (1832 – 1923) διακρίνεται από συνεχείς πολιτικές ανακατατάξεις στο εσωτερικό και από το Ανατολικό ζήτημα στο εξωτερικό. Οι μεγάλες ευρωπαϊκές δυνάμεις αναμιγνύονται στα εσωτερικά της χώρας, προσπαθώντας να εξασφαλίσουν έλεγχο και πλεονεκτήματα στην Ανατολική Μεσόγειο και να εξασφαλίσουν μεγαλύτερο μέρος από την διανομή της αποσυντεθημένης Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Παρόλα ταύτα και υπό την κηδεμονία της ξενόφερτης Βαυαρικής Δυναστείας, το μικρό, νεοσύστατο κράτος οργανώνεται πολιτικο-στρατιωτικά και στο τέλος του αιώνα αναδεικνύεται στην κυρίαρχη στρατιωτική δύναμη των Βαλκανίων με αποτέλεσμα τον υπερδιπλασιασμό της έκτασής του.
Σε αυτό το κοινωνικο-πολιτικό κλίμα. Σχετικής ασφάλειας, ευημερίας και έξαρσης από το 1832 θεσπίζονται διατάξεις που προσπαθούν να θέσουν αρχές και κανόνες στον τρόπο δόμησης. Είναι κυρίως αρχές πολεοδόμησης περιοχών, αλλά και άλλες αποσπασματικές διατάξεις για την δόμηση των κτιρίων, που σχεδόν όλες μιμούνται και αντιγράφουν τα Γαλλικά και Γερμανικά πρότυπα.
Η περίοδος αυτή, παρά τις ελάχιστες διατάξεις παράγει ένα αξιολογότατο Αρχιτεκτονικό έργο, ένα καθαρά Ελληνικό ρεύμα τα «Νεοκλασικά», όπως ονομάστηκαν αργότερα. Μορφολογικά, το νέο ρεύμα επηρεάζεται άμεσα, από τις εικόνες των κλασικών αρχαίων μνημείων που υπάρχουν διάσπαρτα στην περιοχή, αλλά και από το θαυμασμό των Βαυαρών προς το αρχαίο ελληνικό πνεύμα, που μεταλαμπαδεύετε στην νεόκοπη αστική τάξη. Ουσιαστικά πρόκειται για αντιγραφή της αρχαίας τέχνης που μετανάστευσε στα αρχοντικά της κεντρικής Ευρώπης  επαναπατρίζεται από την Βαυαρική αυλή και υιοθετείται από την αστική τάξη. Αυτή μη έχοντας τα μέσα για την κατασκευή μαρμάρινων κτιρίων, αντικαθιστά κάποια δομικά στοιχεία με παρόμοια μικρότερου κόστους, όπως κεραμικά, γύψο, σοβά κ.α. Τα Νεοκλασικά έχουν λοιπόν, καταγωγή και εκτέλεση ελληνική γι΄αυτό ανέφερα παραπάνω ότι είναι τοπικό Αρχιτεκτονικό Ρεύμα.

      Η δεύτερη περίοδος (1923 – 1985) αρχίζει με την εγκατάλειψη της μεγάλης ιδέας, μετά από την πανωλεθρία της Μικρασιατικής Καταστροφής. Τα σύνορα της χώρας οριστικοποιούνται. Τα οικονομικά είναι σε άθλια κατάσταση μετά από τους μακρόχρονους απελευθερωτικούς αγώνες, την εκστρατεία στην Κριμαία και την Μικρά Ασία. Η βιομηχανική Επανάσταση που έχει εδραιωθεί στη Ευρώπη, εδώ μόλις κάνει τα πρώτα αποφασιστικά της βήματα, υποδαυλισμένη από κεφάλαια και τεχνογνωσία που εισάγεται από την Μ. Ασία, αλλά και από τις στρατιές των εξαθλιωμένων προσφύγων που προσφέρουν τα απαραίτητα φθηνά εργατικά μεροκάματα.
Το κράτος μετά από την αναδίπλωση της Μεγάλης Ιδέας, την πολιτική πολυδιάσπαση και αστάθεια, κληροδοτεί στην κεντρική κυβέρνηση, υπό την κηδεμονία της αυλής, άδεια ταμεία, στρατιές προσφύγων αλλά και έναν αξιόλογο για την εποχή κρατικό μηχανισμό, καθώς και καλές προϋποθέσεις για εκβιομηχάνιση της χώρας και ανάκαμψη της οικονομίας.
Την δεκαετία 1920 – 1930 παράγεται ένα τεράστιο νομοθετικό έργο, ένα μέρος του μάλιστα ισχύει μέχρι σήμερα, το οποίο μιμείται ή αντιγράφει αρχές και διατάξεις της κεντρικής Ευρώπης ( Λίγο – πολύ η ίδια τακτική ακολουθείται μέχρι σήμερα). Όλα αυτά γίνονται κάτω από την πιεστική ανάγκη αποκατάστασης των προσφύγων, της ραγδαίας εκβιομηχάνισης της χώρας και διεύρυνσης της αστικής τάξης.
Στην δέσμη αυτή των Νόμων προβλέπεται η εξασφάλιση των κοινόχρηστών χώρων της πόλης, ο αναλογισμός των βαρών της ρυμοτομίας, η πρόβλεψη ακαλύπτου χώρου με τον περιορισμό της δομήσιμης επιφάνειας (κάλυψη), η υποχρέωση και οι συνθήκες φωτισμού και αερισμού των χώρων, ο αριθμός των ορόφων, το μέγιστο ύψος των οικοδομών κ.ά.  
Η Αρχιτεκτονική έκφραση περιορίζεται, ομογενοποιείται και κατευθύνεται από τις διατάξεις ενός προκαθορισμένου οικιστικού μοντέλου που καθορίζεται από το νομοθετικό σώμα.
Τα αποτελέσματα αυτής της οργάνωσης φαίνονται κυρίως στα μεγάλα αστικά κέντρα και λιγότερο στους οικισμούς ενώ δεν επηρεάζει την ύπαιθρο χώρα.
Την ίδια εποχή παρατηρείται και η ραγδαία εξάπλωση του οπλισμένου σκυροδέματος, παρόλο που εξακολουθούν να εφαρμόζονται οι παλαιότερες μέθοδοι και υλικά, όπως φέροντες πεσσοί, σύνθετα πατώματα και ξύλινες στέγες.
Η εξάπλωση των νέων υλικών και μεθόδων κάτω από την πιεστική ανάγκη κατασκευής καταλυμάτων, οδηγεί στην ανέγερση πολυωρόφων κτισμάτων και σε συνδυασμό με τα ρεύματα του μοντερνισμού και του Bauhaus, οδηγούν στην μορφή της μεσοπολεμικής πολυκατοικίας, που στεγάζει πλέον περισσότερες οικογένειες σε οροφοδιαμερίσματα.

       Με τον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο και τον εμφύλιο που ακολούθησε, καταλύεται το κράτος, διακόπτονται οι συνθήκες σχετικής ασφάλειας και ευημερίας, αναμοχλεύονται τα πολιτικά πάθη και τα αισθήματα αντίστασης, επανάστασης και ανανέωσης κυριαρχούν παράλληλα με την άμεση ανάγκη επιβίωσης. Κάτω από αυτές τις συνθήκες ελαχιστοποιείται για μια δεκαετία η οικοδομική δραστηριότητα.
Μετά το πέρασμα της λαίλαπας, επανιδρύεται το κράτος με την ίδια κεντροβαρική δομή, άδεια ταμεία και άμεση εξάρτηση από τις συμμαχικές δυνάμεις για οικονομική βοήθεια, που διοχετεύεται γύρω από τα μεγάλα αστικά κέντρα, δημιουργώντας έτσι νέα μεγάλη μετακίνηση πληθυσμών από την ύπαιθρο προς τις πόλεις (αστυφυλία), για την εξεύρεση εργασίας και ασφάλειας.
Και αυτή την δεκαετία (1950 – 1960) παράγεται σημαντικό νομοθετικό έργο, με σημαντικές διατάξεις που επηρέασαν την μορφή του κτισμένου χώρου, όπως αυτές της κάθετης και οριζόντιας ιδιοκτησίας που έδωσε την δυνατότητα της επ΄αντιπαροχή παραγωγής κατοικίας, με την κατανομή του κόστους της σε πολλούς συνιδιοκτήτες, επίσης ο γενικός οικοδομικός κανονισμός (ΓΟΚ) του 1955 καθορίζει την μορφή των πόλεων με το συνεχές σύστημα για το πυκνοκατοικημένο κέντρο, το πανταχόθεν ελεύθερο για τα προάστια και τις κηπουπόλεις και τα ενδιάμεσα συστήματα, το ασυνεχές και των πτερύγων που χρησιμοποιούνται και στους οικισμούς .
Εδώ γίνεται φανερή η τάση να στοιχιθούν οι πολυόροφες οικοδομές του κέντρου σε μια οικοδομική γραμμή δημιουργώντας έτσι ένα ενιαίο και ομοιόμορφο τοίχος. Όσο απομακρυνόμαστε από το κέντρο προς τις παρυφές της πόλης η πυκνότητα του πληθυσμού μειώνεται και έτσι εφαρμόζονται τα υπόλοιπα συστήματα που αφήνουν μεγαλύτερους ακάλυπτους περιορίζοντας την κάλυψη. Η ίδια λογική μείωσης ακολουθείται και σε άλλα διατάγματα που επιβάλλουν δεσμεύσεις στο μέγιστο ύψος και τον αριθμό των ορόφων.
Στη συνέχεια γίνονται αλλεπάλληλες διορθωτικές κινήσεις, με τροποποίηση του ΓΟΚ αλλά και συμπληρωματικών διαταγμάτων, όπως η επιβολή μεγίστου συντελεστού εκμετάλλευσης (δόμησης) και τέλος εκδίδεται ο γενικός οικοδομικός κανονισμός του 1973.
Κατά την άποψή μου αυτός είναι μεταβατικός νόμος, που κινούμενος στην ίδια λογική με τον προηγούμενο, επανασυντάσσει τις διατάξεις υπό την εμπειρία δέκα οκτώ (18) χρόνων εφαρμογής και ταυτόχρονα εισάγει την τάση προς τον επόμενο ΓΟΚ με τα συστήματα της ελεύθερης δόμησης και ελεύθερης σύνθεσης.
Η εξωτερική ασφάλεια και η σχετική οικονομική σταθερότητα οδηγεί σε μια μέτρια ανάπτυξη και σε κατακόρυφη άνοδο της οικοδομικής δραστηριότητας, αδιαφορώντας για την πολιτική αστάθεια που οδήγησε στην επιβολή δικτατορίας το 1967. Η ποιοτική Αρχιτεκτονική δηλώνει παρούσα και σ΄αυτήν την περίοδο, δίνοντας μια σειρά από σπουδαία έργα που δόξασαν τους δημιουργούς τους, παρά την δεσμευτική τάση ομοιομορφίας που προωθούσαν οι ισχύουσες διατάξεις. Εδώ θα πρέπει να σημειώσουμε ότι τόσο η προπολεμική όσο και η απριλιανή δικτατορία, δεν εκφράστηκαν αρχιτεκτονικά, λόγω μάλλον του ασταθούς ερείσματος που είχαν στην λαϊκή συναίνεση και του μικρού χρόνου ζωής τους, που δεν τους επέτρεψε μια σταθερότερη εδραίωση.
Οι λαϊκές επαναστάσεις στην Αφρική αναγκάζουν σε επαναπατρισμό, ένα σοβαρό αριθμό ομογενών, αστών στην συντριπτική πλειοψηφία, που διογκώνουν την τοπική αστυφιλία, ανεβάζοντας κατακόρυφα την ζήτηση κατοικίας γύρω από τα μεγάλα αστικά κέντρα. Στην πιεστική αυτή ανάγκη ανταποκρίνεται μόνο η ιδιωτική πρωτοβουλία οργανωμένα με οικοδομικούς συνεταιρισμούς και άναρχα με την έξαρση της αυθαίρετης δόμησης.
Η συντεταγμένη πολιτεία, έχοντας άλλες προτεραιότητες, παρακολουθεί αμέτοχη τα δρώμενα, παρεμβαίνοντας με διατάξεις ρυθμιστικού χαρακτήρα που νομιμοποιούν τις εξελίξεις. Σιγά – σιγά η αύξηση της πληθυσμιακής πυκνότητας αναγκάζει τα αστικά κέντρα σε γρήγορη ανοικοδόμηση και επέκταση, που σε συνδυασμό με τις εισαγόμενες ετερόκλητες μορφολογικές τάσεις, χάνουν τον τοπικό τους χαρακτήρα. Το φαινόμενο αυτό εμφανίζεται πρώτα στην Αθήνα και Θεσ/νίκη, αλλά επεκτείνεται ραγδαία στα μεγάλα αστικά κέντρα, τις κωμοπόλεις και τους οικισμούς όπου θεωρείται προοδευτικός μοντερνισμός η εγκατάλειψη της παράδοσης και η αντικατάσταση με εργολαβική πολυκατοικία.

     Μετά την μεταπολίτευση, στην χώρα θεμελιώνεται σταθερά Κοινοβουλευτική Δημοκρατία που την οδηγεί το 1980 στην ΕΟΚ ως 10ο μέλος.
Αντίθετα στην Ανατολική Μεσόγειο η αποσταθεροποίηση επιδεινώνεται και πολλές πολυεθνικές που δραστηριοποιούνται στην Μέση Ανατολή μεταφέρουν την έδρα τους στην Αθήνα. Αργότερα με τον διαμελισμό της Σοβιετικής Ένωσης και το άνοιγμα των συνόρων οικονομικοί μετανάστες από τον Βορά  έρχονται να συμπληρώσουν το σκηνικό με τους ομοιοπαθείς από την Β. Αφρική, την Ασία και την Άπω Ανατολή.
Παρατηρείται επίσης και επαναπατρισμός ομογενών, αλλά αυτοί προσαρμόζονται και απορροφούνται πολύ γρήγορα από την τοπική κοινωνία.
Το 1994 ολοκληρώνεται μια βασική τομή, στην κεντρική διοίκηση παραμένει το νομοθετικό έργο και η ερμηνεία του, ενώ αποκεντρώνεται στην τοπική αυτοδιοίκηση η εφαρμογή του, με εξαίρεση τους ευαίσθητους τομείς, όπως το περιβάλλον, τα διατηρητέα κ.α που η διαχείρισή τους παραμένει στα κεντρικά υπουργεία.
Η αρχή της τρίτης περιόδου σηματοδοτείται με την θέσπιση του γενικού οικοδομικού κανονισμού το 1985, αν και προετοιμάστηκε από τον ΓΟΚ/73 και τον οικιστικό νόμο 1337/83.
Κυρίαρχο στοιχείο είναι η ελεύθερη τοποθέτηση του κτίσματος στο οικόπεδο, αλλά και η μερική απελευθέρωση του ύψους της οικοδομής που τοποθετείται πλέον ελεύθερα μέσα σε ιδεατό στερεό.
Θεσπίζεται επίσης για πρώτη φορά η έννοια του ημιυπαίθριου χώρου, κυρίαρχο μορφολογικό στοιχείο της Μεσογείου, που υπαγορεύεται από τις τοπικές κλιματολογικές συνθήκες. 
Με δεδομένο, ότι η διάρκεια ζωής των κτισμάτων είναι τουλάχιστον πενήντα έτη και στην πλειοψηφία τους δεν κατεδαφίζονται πριν από την παρέλευση των εβδομήντα ετών, και ότι τα κέντρα των πόλεων αλλά και οι συνοικίες έχουν ανοικοδομηθεί σε ποσοστό 60 – 80%, οι καινοτομίες του ΓΟΚ/85 φαίνονται στις νέες επεκτάσεις, ενώ θα αργήσουν να επιβάλλουν την μορφολογική τους άποψη στα κέντρα των πόλεων.

   Καταλήγοντας θα πρέπει να επισημάνουμε ότι τους κανόνες δόμησης και ως εκ τούτου την Αρχιτεκτονική έκφραση θα επηρεάσει ο χωροταξικός σχεδιασμός και το εθνικό κτηματολόγιο, δυο βασικά προγράμματα που βρίσκονται σε εξέλιξη.          

Για  την  ΔΟΚΚ

Φ.  ΜΟΡΤΑΚΗΣ
Αρχιτέκτων

 


Αρχή σελίδας