Περίληψη Εισήγησης

 

Τίτλος: Οι αλλαγές στο Περιεχόμενο Σπουδών και οι Μεταπτυχιακές Σπουδές των Αρχιτεκτόνων

 

Θ. Φωτίου ΕΜΠ

Τα τελευταία χρόνια στα ΑΕΙ ασκείται μια πολιτική ριζικών αναδιαρθρώσεων οι οποίες πλήττουν το ρόλο, τον χαρακτήρα και τους στόχους του εκπαιδευτικού συστήματος. Η μαζικοποίηση των αρχιτεκτονικών σπουδών τόσο στα προπτυχιακά όσο και στα μεταπτυχιακά προγράμματα σπουδών, χωρίς την παράλληλα αύξηση του ΔΕΠ, η εξομοίωση του πτυχίου των πενταετών σπουδών με πτυχία bachelor, η στελέχωση των περιφερειακών τμημάτων με συμβασιούχους διδάσκοντες κατά 50%-90% και η μείωση των πόρων, έχουν δημιουργήσει μια εκρηκτική κατάσταση συνολικά στην Ανώτατη Εκπαίδευση αλλά και στις αρχιτεκτονικές σχολές του τόπου μας.
Ένα από τα μείζονα προβλήματα που έχουμε να αντιμετωπίσουμε, είναι η επαπειλούμενη εφαρμογή στη χώρα μας των κατευθύνσεων της ΕΕ για δύο κύκλους σπουδών και δυο διακριτά πτυχία στις αρχιτεκτονικές σπουδές. Παρά τις διακηρύξεις για ενιαία αδιάσπαστα πτυχία από το σύνολο των αρχιτεκτονικών σχολών, ο «οργανισμός Αναγνώρισης Τίτλων και Πληροφόρησης» (ΔΟΑΤΑΠ) ήδη αξιολογεί τα πτυχία bachelor των αρχιτεκτονικών σχολών της αλλοδαπής. Παράλληλα με αυτή την κοσμογονία, στην αρχιτεκτονική του ΕΜΠ ένα ιδιαίτερα φορτωμένο πρόγραμμα σπουδών με σημαντικές καινοτομίες (διατομεακά συνθετικά μαθήματα συνεργασίας, διατομεακή συνεργασία διπλωματικών και συλλογική διαδικασία κρίσης με ενιαίες διατομεακές επιτροπές και εξωτερικούς κριτές) φτάνει στα όρια της εφαρμογής του.
Η οργάνωση των μεταπτυχιακών σπουδών φαίνεται να βρίσκει ένα ενδιαφέροντα βηματισμό τα τελευταία χρόνια παρόλο που ο αριθμός των σπουδαστών είναι ιδιαίτερα μεγάλος για τις δυνατότητες της Σχολής.
Ο συντονισμός μεταξύ των έξι (6) Σχολών Αρχιτεκτονικής μοιάζει αναγκαίος για να αποφασιστούν οι κεντρικές εκείνες αποφάσεις που θα δημιουργήσουν τους όρους για μια συνολική εικόνα και διεκδίκηση των αρχιτεκτονικών σπουδών στον τόπο μας.

 

Εισήγηση

 

Οι αλλαγές στο Περιεχόμενο Σπουδών στην Σχολή Αρχιτεκτόνων του Ε.Μ.Π..

Θεανώ Φωτίου – Δημήτρης Παπαλεξόπουλος ( Ε.Μ.Π.)

Τα τελευταία χρόνια η Αρχιτεκτονική Σχολή του Ε.Μ.Π. έχει εντείνει τις δραστηριότητές της προς μια σειρά εκπαιδευτικών δραστηριοτήτων, που έχουν προκύψει μέσα από εντάσεις και διάλογο στο εσωτερικό της και που στόχος τους είναι η αναβάθμιση της αρχιτεκτονικής παιδείας, η συμμετοχή στις αλλαγές που συντελούνται στον ρόλο του αρχιτέκτονα τόσο σε εθνικό όσο και σε διεθνές επίπεδο, η κριτική αντιμετώπιση των σημερινών μεταβολών στην θεωρία της αρχιτεκτονικής.

Αναφέρουμε μόνο δύο από τις κατευθύνσεις αυτές, που είναι σημαντικές για την πορεία της Σχολής και έχουν ήδη, εδώ και αρκετά χρόνια, θεσμοθετηθεί, ενώ ταυτόχρονα βρίσκονται σε συνεχή κριτική και διάθεση αναδιοργάνωσης τους:

  • Η δημιουργία διατομεακών συνθετικών μαθημάτων, είναι σημαντικό άνοιγμα στην συνολικοποίηση της γνώσης, στην ενότητα και όχι στον κατακερματισμό του αρχιτεκτονικού αντικειμένου, στην αρχιτεκτονική δημιουργία ως πεδίο έντασης πολλαπλών δυνάμεων. Ταυτόχρονα τα διατομεακά μαθήματα συνιστούν και όχημα διαμόρφωσης της μελλοντικής φυσιογνωμίας της σχολής, αφού είναι στην πράξη ένα πεδίο συνεργασίας διδασκόντων με διαφορετικό γνωστικό αντικείμενο, πεδίο διάκρισης γνωστικών αντικειμένων και ταυτόχρονης σύγκλισής τους σε ένα κοινό στόχο. Οι σπουδαστές διδάσκονται από την σύγκλιση αλλά και την αντιπαράθεση των διδασκόντων
  • Η δημιουργία μεταπτυχιακών σπουδών, που φαίνεται να βρίσκει ένα ενδιαφέροντα βηματισμό τα τελευταία χρόνια παρόλο που ο αριθμός των σπουδαστών είναι ιδιαίτερα μεγάλος για τις δυνατότητες της Σχολής. Τα 8 επιτυχή χρόνια λειτουργίας τους σε τρεις κρίσιμους τομείς, αποκαταστάσεις, πολεοδομία και αρχιτεκτονική θεωρία και σχεδιασμό, έχουν αναδείξει νέους τομείς έρευνας και θεωρητικού προβληματισμού και έχουν δημιουργήσει διασυνδέσεις με εκτός σχολής θεσμούς, που εκτείνονται από την εκπαίδευση στελεχών οργανισμών μέχρι την συμμετοχή στην διεθνή συζήτηση για τις θεωρητικές βάσεις της αρχιτεκτονικής και την διασύνδεσή της με άλλες πειθαρχίες.

Μέσα από τις δύο αυτές κατευθύνσεις, αναπτύσσεται ήδη το πεδίο συζήτησης για το «τι είναι αρχιτεκτονική». Στόχος του Πανεπιστήμιου, ως δραστηριότητα που ανήκει στην δημόσια σφαίρα, είναι να κρατήσει ανοικτό, ζωντανό και έντονο αυτό τον διάλογο, ιδιαίτερα σε εποχές που βάσιμα υποστηρίζεται ότι αλλάζει ο τρόπος, το «παράδειγμα» βάσει του οποίου σκεφτόμαστε και ασκούμε την αρχιτεκτονική. Από το πλήθος των σημείων αυτής της συζήτησης αναφέρουμε ενδεικτικά μερικά:

  • Πως ορίζεται η θεματολογία των συνθετικών θεμάτων; Ποιο είναι το εύρος που καταλαμβάνουν; Πως οργανώνεται η συζήτηση για το πως μεταβάλλεται αυτό το εύρος; Ποια είναι τα παλαιότερα που η σημασία τους φθίνει και ποια τα νεώτερα που αναδύονται. Να θυμίσουμε την ανάδειξη θεμάτων δημόσιου κτιρίου και χώρου στο τέλος της δεκαετίας του ’60.
  • Θα έπρεπε θέματα όπως η κοινωνική κατοικία, που από επαγγελματική άποψη φθίνουν, να παραμένουν ως πεδίο προβληματισμού στο εσωτερικό των αρχιτεκτονικών σχολών;
  • Πρέπει να μείνει ανοικτός ο διάλογος μεταξύ απόψεων που υποστηρίζουν τον πολεοδομικό σχεδιασμό από πάνω και εκείνων που στοιχειοθετούν μεθοδολογίες σχεδιασμού από  κάτω;
  • Είναι χρήσιμη η άποψη που υποστηρίζει ότι ενώ η αρχιτεκτονική και πολεοδομία τις προηγούμενες δεκαετίες βρισκόταν κάτω από τον αστερισμό της ανάπτυξης, ενώ σήμερα βρίσκονται κάτω από τον αστερισμό της διαχείρισης κρίσεων;
  • Ορίζεται η αρχιτεκτονική δημιουργία μέσα από την αισθητική του μεμονωμένου και διακριτού από το περιβάλλον αντικειμένου ή μέσα από την διαρκή μεταβολή του υπάρχοντος;
  • Υπάρχουν νέες αναδυόμενες τυπολογίες κτιρίων, και ποια είναι η θεωρητική και λειτουργική βάση αρχιτεκτονικής επεξεργασίας τους;
  • Ποία είναι η μεταβαλλόμενη σημασία του δημόσιου χώρου; τι σημαίνει συρρίκνωσή του; Έχουν, μέσα από τις τεχνολογίες της πληροφορίας μεταβληθεί οι διαχωρισμοί δημόσιου και ιδιωτικού;
  • Πως βαθμολογείται, με άλλα λόγια, πως κρίνεται η αρχιτεκτονική;
  • Διδάσκει μια αρχιτεκτονική σχολή και μέσα από την ιστορία της, μέσα από τις απόψεις που διαδέχτηκαν η μία την άλλη και ακόμα μέσα από τις απόψεις που αποκλείστηκαν ή δεν έτυχε να βρουν θέση;
  • Διδάσκει μέσα από παλιούς πολιτικούς αγώνες της;
  • Διδάσκει τις νέες τεχνολογίες ή διδάσκει μέσα από την σύγκρουσή τους με τις «συμβατικές».
  • Βλέπει τις νέες τεχνολογίες ως εργαλείο ορισμένο αυτόνομα ή τις θεωρεί ως ιστορικά τεχνήματα συνυφασμένα με κοινωνικές και οικονομικές αλλαγές;
  • Είναι η αρχιτεκτονική πολιτιστικό «αγαθό» ή παράγεται πολιτιστικά. Τι σημαίνει αυτή η ελάχιστη διαφοροποίηση για τις επιλογές κτιρίων που θα προβάλουμε ή θα διατηρήσουμε;

Τα παραπάνω είναι μερικά μόνο από τα θέματα συζήτησης που εντοπίζονται στο εσωτερικό της σχολής και ορίζουν την εκπαίδευση ως δημόσιο χώρο έντασης όπου το αντικείμενο της αρχιτεκτονικής τίθεται συνεχώς σε αμφισβήτηση, κατεξοχήν χώρο παραγωγής νέων απόψεων.

Οργανώνω την εκπαίδευση των αρχιτεκτόνων σημαίνει εξασφαλίζω ένα οικονομικό και διοικητικό πλαίσιο συνεχούς προβληματισμού, δυνητικοποίησης του υπάρχοντος, ανοίγματος όχι μόνο στο νέο αλλά και στο απρόβλεπτο, συνεχούς κριτικής θεώρησης του αντικειμένου της και φυσικά παρέχω την ελευθερία της αμφιβολίας και της αμφισβήτησης . Δεν σημαίνει οργανώνω την διδασκαλία σταθερών και προ-αποφασισμένων γνωστικών αντικειμένων, αλλά οργανώνω το πλαίσιο διαρκούς συζήτησης για τα γνωστικά αντικείμενα.

Ιστορικά, η συζήτηση για τα γνωστικά αντικείμενα, η συζήτηση για το «αρχιτεκτονικό δόγμα» και η διαρκής αμφισβήτηση αυτού του δόγματος πάντα συγκροτούσε τον αρχιτεκτονικό εκπαιδευτικό θεσμό ως τέτοιο. Η συνοχή του εκπαιδευτικού θεσμού παράγεται μέσα από την εμπράγματη απόδειξη ότι μπορεί να μεταβάλλει την ταυτότητά του μέσα από τον διάλογο. Η συζήτηση αυτή είναι διαρκής και πραγματοποιείται γύρω από συγκεκριμένα θέματα. Ένα τέτοιο γνωστό θέμα μπορούμε να υποθέσουμε ότι είναι η αντίθεση «σύνθεσης – οικοδομικής», που ενέχει θέση καταλύτη της συλλογικότητας του αρχιτεκτονικού ακαδημαϊκού χώρου, που συνεχώς συζητά για αυτή χωρίς να την επιλύει ριζικά, θα λέγαμε φροντίζοντας επιμελώς να μην επιλυθεί ριζικά. Κάτι τέτοιο θα σήμαινε αναφορά στην «οικοδομική» με όρους καταμερισμού εργασίας στο εργοτάξιο και αναφορά στην «σύνθεση» στη βάση των ευρύτερων κοινωνικών επιλογών που κάθε φορά προτάσσει. Για να υπάρξει ένας νέος θεματολογικός άξονας, όπως είναι για παράδειγμα οι «νέες τεχνολογίες», θα πρέπει να ενταχθεί ή και να επαναπροσδιορίσει αυτή την συζήτηση. Να βρει δηλαδή τη θέση του σε αυτό που η αστική κοινωνία ορίζει, από τον διαφωτισμό, ως ρόλο των αρχιτεκτονικών σχολών: Τη διαρκή δημόσια συζήτηση για το «δόγμα». Αν κάτι τέτοιο ισχύει, έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον να δούμε το πώς θα ήταν δυνατόν να συγκροτηθούν ιδιωτικές αρχιτεκτονικές σχολές. Σε αυτές μια τέτοια συζήτηση δεν θα μπορούσε να υπάρξει, γιατί θα αντίκειται στην επιχειρηματική τους φύση. Αυτό που είναι δυνατόν να υπάρξει, είναι η διδασκαλία μια ορισμένης αρχιτεκτονικής τάσης, ενός στιγμιαίου δηλαδή αποτελέσματος της συζήτησης για την αρχιτεκτονική σε μια ορισμένη χρονική στιγμή. Θα είναι δηλαδή σχολές «με ημερομηνία λήξης», χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν θα υπάρξουν ως εξαιρετικά λαμπεροί διάττοντες. Οι αλλαγές σε αυτές θα είναι απότομες, θα ακολουθούν τις μεταπτώσεις της δημόσιας συζήτησης (που δεν θα γίνεται αναγκαστικά σε ελληνικά δημόσια πανεπιστήμια), και θα σηματοδοτούνται από αλλαγές στο προσωπικό των διδασκόντων. Μια προσεκτική αρχαιολογία των αρχιτεκτονικών θεωριών, που παρουσιάζονται με την μορφή «δογμάτων» (καμπυλόμορφη αρχιτεκτονική, παραμετρικός σχεδιασμός κ.λ.π.) και των συνακόλουθων θεσμικών αλλαγών και από τις δύο μεριές του ατλαντικού από το 1994 μέχρι σήμερα, ξεφεύγει από τα όρια του παρόντος, θα ήταν όμως εξαιρετικά ενδιαφέρουσα. Θα μπορούσε ακόμα να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι η «επίθεση» στο αστικό δημόσιο πανεπιστήμιο, στην Ελλάδα δεν αφορά μόνο την «δημόσια», αλλά κυρίως και την «αστική» συνιστώσα του.

Ωστόσο, δεν μπορούμε παρά να σημειώσουμε ότι η πορεία που θα στόχευε στην αναγκαία αλλαγή των σπουδών μέσα από απαντήσεις σε ερωτήματα όπως τα παραπάνω, φαίνεται να εξαρτάται από τις αινιγματικές διαθέσεις των πολιτικών για την εκπαίδευση, που γενούν πολλαπλά ερωτήματα. Ζητήματα κρίσιμα και που θα έπρεπε να θεωρούνται ανοικτά για συζήτηση, όπως ο ορισμός του τι είναι κοινωνία της γνώσης ή τι είναι αειφόρος ανάπτυξη και που θα περίμενε κανείς να οριστούν επιστημονικά από τον ακαδημαϊκό χώρο θεωρούνται δεδομένα ή και προτίθενται να χρησιμοποιηθούν ως κριτήρια αξιολόγησης αυτού ακριβώς που θα τα προσδιόριζε. Παράλληλα, δεν απαντώνται συγκεκριμένα αιτήματα, που υπερκαθορίζουν  το πλαίσιο μέσα στο οποίο παράγεται η γνώση και δραστηριοποιείται η διδασκαλία και η έρευνα:

  • Η αύξηση του αριθμού των σπουδαστών στα προπτυχιακά συνοδεύεται πρακτικά με μείωση του αριθμού των διδασκόντων και στασιμότητα των πιστώσεων που διατίθενται.
  • Τα μεταπτυχιακά προγράμματα σπουδών, που παρουσιάζουν μια σταθερή αύξηση στις αιτήσεις συμμετοχής των σπουδαστών, στερούνται στοιχειώδους χρηματοδότησης και δραστηριοποιούνται με εθελοντική εργασία. Η δυναμική που παρουσιάζουν και μάλιστα αποδεδειγμένα σε διεθνές επίπεδο ακυρώνεται από την έλλειψη πόρων
  • Η ένταξη στην διδασκαλία συμβασιούχων, χωρίς προοπτική μόνιμης ένταξής τους και με αβεβαιότητα στις διαθέσιμες για αυτούς πιστώσεις, σημαίνει την αδυναμία προγραμματισμού των σπουδών
  • Ομάδες μαθημάτων που αναφέρονται σε νέα αντικείμενα όπως αυτά της ένταξης της πληροφορικής στην αρχιτεκτονική, που έχουν κριθεί κρίσιμα σε εθνικό, βλέπε κοινοτικό επίπεδο, χρηματοδοτούνται για δύο χρόνια και στην συνέχεια εξαφανίζονται ή το χειρότερο υποθάλπτουν την λειτουργία τους με εθελοντική διδασκαλία, στην υπόσχεση μελλοντικής ένταξης των εθελοντών διδασκόντων τους στην ακαδημαϊκή κοινότητα.
  • Η μείωση των πόρων, που δεν καλύπτει βασικές ανάγκες της Σχολής, μεταθέτει στο απώτερο μέλλον την υπάρχουσα ισχυρή δυνατότητα της Σχολής για το άνοιγμά της σε διεθνείς επιστημονικές δραστηριότητες. 

Και ερχόμαστε στα πρόσφατα νομοθετήματα με ανοικτά θέματα όπως:

  • Η εξομοίωση του πτυχίου των πενταετών σπουδών με πτυχία bachelor, που παράλληλη στελέχωση των περιφερειακών τμημάτων με συμβασιούχους διδάσκοντες κατά 50%-90% και την μείωση των πόρων, έχουν δημιουργήσει μια εκρηκτική κατάσταση συνολικά στην Ανώτατη Εκπαίδευση αλλά και στις αρχιτεκτονικές σχολές του τόπου μας.
  • Η επαπειλούμενη εφαρμογή στη χώρα μας των κατευθύνσεων της ΕΕ για δύο κύκλους σπουδών και δυο διακριτά πτυχία στις αρχιτεκτονικές σπουδές. Παρά τις διακηρύξεις για ενιαία αδιάσπαστα πτυχία από το σύνολο των αρχιτεκτονικών σχολών, ο «οργανισμός Αναγνώρισης Τίτλων και Πληροφόρησης» (ΔΟΑΤΑΠ) ήδη αξιολογεί τα πτυχία bachelor των αρχιτεκτονικών σχολών της αλλοδαπής.
  • Οι προβλεπόμενες ατέρμονες διαπραγματεύσεις για το περιεχόμενο των τετραετών προγραμματισμών. Αναγκαστικά θα ανοίξει η συζήτηση για το αν το πρότυπο για αυτόν τον προγραμματισμό είναι τα κοινοτικά ερευνητικά προγράμματα με συγκεκριμένο «παραδοτέο» στο τέλος της τετραετίας και με δυνατότητα μεταφοράς 20% μεταξύ «υποέργων». Παράλληλα, θα αναζητήσουμε τον σπάνιο δυναμικό θεσμό της «κοινωνίας της γνώσης» που θεωρεί επιχειρησιακό τον προγραμματισμό σε ορίζοντα τετραετίας.
  • Η αξιολόγηση των σχολών με βάση κριτήρια που κανονικά οι ίδιες οφείλουν να επιστημονικά να ορίσουν, όπως αυτά για την «αειφόρο ανάπτυξη» και την «κοινωνία της γνώσης».  Και εδώ οι συζητήσεις προβλέπονται ατέρμονες, εκτός εάν αρνηθεί κανείς στον ακαδημαϊκό χώρο να έχει λόγο για το ίδιο το επιστημονικό αντικείμενό του που λογικά θα έπρεπε να ορίζει το περιεχόμενο των εννοιών.

Μέσα σε αυτό το δυσμενές περιβάλλον, αν κοιτάξουμε από κοντά, θα δούμε ότι οι παλαιότερες αρχιτεκτονικές σχολές εξελίσσουν τα προγράμματά τους, οι νεώτερες αξιολογούν ήδη τα αποτελέσματα των πρώτων χρόνων λειτουργίας τους, δίαυλοι επικοινωνίας μεταξύ τους και με σχολές του εξωτερικού έχουν ήδη ανοίξει, συζητήσεις με επαγγελματικούς φορείς και φορείς προβολής – προστασίας και προώθησης του αρχιτεκτονικού έργου βρίσκονται ήδη σε εξέλιξη. Όλα αυτά φυσικά, μέσα σε ένα περιβάλλον αντιπαραθέσεων και σύγκρουσης διαφορετικών απόψεων.

 

 


Αρχή σελίδας