Αρχιτεκτονική

«Αρχιτεκτονημένη» εξουσία: Μορφές-ζωής, εργασία και πόλη | “αρχιτέκτονες”

Le Corbusier, Maison Dom-ino, 1914

 

Γράφει ο Πλάτων Ησαΐας

«Η φύση της σύγχρονης εξουσίας είναι αρχιτεκτονική και απρόσωπη, όχι προσωπική και αναπαραστατική», Invisible Committee, To Our Friends (Los Angeles, CA: Semiotext(e), 2015), 83.

Πρόσφατα, στην εισαγωγή μιας διάλεξής του στην αρχιτεκτονική σχολή του UCL, ο Adrian Lahoud χρησιμοποίησε το παραπάνω απόσπασμα από το τελευταίο εκδοτικό εγχείρημα του πληθυντικού υποκειμένου Invisible Committee, μια συλλογικότητα σημείο αναφοράς για πολλούς/πολλές στην έρευνα και την πάλη ενάντια στους μηχανισμούς και τους θεσμούς της καπιταλιστικής κυριαρχίας. Πώς θα μπορούσε μια τέτοια φράση να αποτελέσει αφορμή να σκεφτούμε το ρόλο, ή τις πιθανότητες δράσης σε αυτή τη φάση της πιο πρόσφατης από τις καπιταλιστικές κρίσεις; Πώς σχεδιάζεται μια κάποια μορφή αντίστασης, ακόμη και «αμυντικής ανασύνταξης»; Ποια σχέση μπορεί να έχουν οι διαρκώς πιο αφηρημένες μορφές εξουσίας και οι θεσμοί της, η αποεδαφικοποίησή της –τεταμένη θεαματικά την εποχή του χρηματικού κεφαλαίου και της λεγόμενης «άυλης εργασίας»– με την απολύτως «στιβαρή» πραγματικότητα της πόλης, των υποδομών και της αρχιτεκτονικής; Πώς σχετίζονται τα παραπάνω με την ενοχική οντολογία του χρέους και την εργασία;

Η κάπως αινιγματική για εμάς αποστροφή των Invisible Committee χρησιμοποιείται σε ένα τμήμα του κειμένου τους όπου μιλούν ακριβώς για το μετασχηματισμό του φορέα και των δομών άσκησης εξουσίας και κυριαρχίας, τη μη-δυνατότητα δηλαδή εντοπισμού και αναπαράστασής της στο πρόσωπο ενός κυρίαρχου – θεού, βασιλιά, ή του φιλελεύθερου, προσωποπαγούς κράτους της αστικής, αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας. Προκύπτει μια κριτική στη θεώρηση των δομών των προϋπαρχόντων θεσμών άσκησής της ως προνομιακών σημείων σύγκρουσης. Οι οργανωτικές δομές –κόμμα, συνδικάτο, επαγγελματικός φορέας– προφανώς δεν αρκούν για να στοιχίσουν ένα πιθανό αντιθετικό παράδειγμα. Τονίζουν χαρακτηριστικά ότι η φύση της σύγχρονης εξουσίας πρέπει να νοείται πρώτιστα ως διαρκώς παρούσα, σταθερά ασκούμενη βία μέσα από τις υποδομές κυβερνητικής και επιμελητείας, συνθήκη που μετασχηματίζει εξίσου ραγδαία κάθε απελευθερωτική ή τουλάχιστον οργανωτική πλατφόρμα και προοπτική. Αυτό που έχει σημασία δηλαδή είναι η αποκάλυψη του απρόσωπου αυτού διαγράμματος και η αποδοχή της απολύτως μηχανιστικής διάστασης κατασκευής υποκειμένων και διαχείρισης σωμάτων και επιθυμιών. Μέσα σε  αυτό το πλαίσιο, η ίδια η «εργασία» νοείται ως κάτι τελείως διαφορετικό,καθώς, πέρα των –σε συνεχή απειλή– ιστορικών μορφών απασχόλησης, εργασία σήμερα σημαίνει πρωτογενής μόχθος (labour) παραγόμενος σε συνθήκες πρωτοφανούς επισφάλειας, με την υπεραξία του να κυριεύεται διαρκώς πρώτα και κύρια ως μορφή επικοινωνίας και παραγωγή γνώσης και πληροφορίας. Από την πλευρά τους, οι Invisible Committee προτείνουν στρατηγικές, συνεχείς δολιοφθορές, την επιτέλεση μορφών-ζωής ακριβώς εντός της καθημερινής αντίστασης που οφείλει να θεωρεί συνεχώς –όσο τοπική ή περιπτωσιολογική και εάν είναι– τη νέα απρόσωπη «αρχιτεκτονημένη» εξουσία που διατρέχει τις παγκόσμιες υποδομές ενιαία και αδιαίρετη, ως ένα συστηματικό δίκτυο απύθμενης και ανελέητης βαρβαρότητας.

Κατά ένα παράδοξο τρόπο, θα μπορούσαμε να κατασκευάσουμε μια συναφή αναλογία με το discourse για την αρχιτεκτονική και την πόλη. Αυτό που περιγράφεται παραπάνω, ακριβώς αυτή η μετάβαση από την αναπαραστατική γλώσσα στη λογική του απρόσωπου μηχανισμού που δρααδιάλλειπτα και κυριαρχικά διά μέσου του διαγράμματος που συντάσσει, αλλά και η πρωτοκαθεδρία του μόχθου ως κατηγορία πια και διάχυτη κατάσταση στην ίδια την πόλη –αν όχι εκδοχή του ίδιου του οικιακού– μοιάζει να συστήνει ξανά και να πολιτικοποιεί ριζοσπαστικά την έννοια του «γενικού» (generic). Τούτο οφείλει να επεκταθεί και στον κριτικό λόγο για την πόλη και την αρχιτεκτονική. Να πάψει δηλαδή να λογίζεται μονάχα ως γλώσσα ή αναπαράσταση που συντάσσει αντικείμενα στο χώρο, αλλά και να υπερβεί το ξεπερασμένο «ταφουρικό» παράδειγμα, για το οποίο πιθανώς αρκεί η τακτική «αποκάλυψη» δομών εξουσίας ή πολιτικο- οικονομικών σχέσεων που προϋπάρχουν της αρχιτεκτονικής ή του κριτικού λόγου περί αυτής. Αντίθετα, και πιθανώς επιστρέφοντας στην αρχετυπική, κορμπυζιανή «μηχανή του κατοικείν», και ακριβώς παραδειγματικά στην ελληνική πόλη, κατασκευές του οικιακού, μορφές απασχόλησης και διαίρεσης της εργασίας, ο μόχθος –δηλαδή η ζωή η ίδια–, το ιδιοκτησιακό καθεστώς ή ακόμη και η ίδια η παραγωγή και η γνώση του αρχιτεκτονικού χώρου καθίστανται κομβικές πλατφόρμες πάλης.

/home/sadaspea/sadas-pea.gr/wp content/uploads/2015/10/pe16 babousis kalithea
Μανώλης Μπαμπούσης, Καλλιθέα 1987, πηγή: προσωπικό αρχείο Μανώλη Μπαμπούση

Είναι η πολυκατοικία και το οικοδομικό τετράγωνο της ελληνικής πόλης ταυτόχρονα «συμβολικό» και «πραγματικό» χωρικό διάγραμμα, δηλαδή τεχνολογία που τελικά επιλαμβάνει την κατασκευή και το σωφρονισμό των σωμάτων και των επιθυμιών που την κατοικούν. Η ελληνική πολυκατοικία και η αντιπαροχή πρέπει να βάλλονται όχι απλώς ως παράγωγα του πολιτικού/νομοθετικού πλαισίου που τα συνέταξε, αλλά ως μηχανισμοί που διάρθρωσαν το ήθος, τις πρακτικές δηλαδή και τις συνήθειες, της ελληνικής κοινωνίας. Ό,τι συγκρότησε την ελληνική πόλη και κοινωνία μέχρι τις απαρχές της λεγόμενης «κρίσης» –η παράδοξη οικονομία της οικοδομής– οφείλει να αποτελέσει τη βάση όποιου πολιτικού προγράμματος, (αντ)αγωνιστικού σε αυτό που η ενοχική οντολογία του χρέους προτείνει. Χρέος σημαίνει ότι το παρόν υπάρχει μόνο ως χρωστούμενο στο αέναο μέλλον, όποια οργάνωση, συνήθεια ή πρακτική μπορεί να υπάρχει μόνο ως «διατιμημένη υπόσχεση». Σε αυτή τη λογική, το νεκρό επενδεδυμένο κεφάλαιο στην ελληνική γη και οικοδομή, βίαια υποτιμημένο, κατάσχεται σταδιακά. Ακριβώς εκεί, η αξίωση του χώρου ως κοινού αγαθού, η μετάβαση από τη λογική του χρήματος στην κοινωνική παροχή ανοίγουν την πιθανότητα μιας λιγότερο μίζερης και απαξιωμένης ζωής.


Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην Περιοδική έκδοση “αρχιτέκτονες”, τεύχος 16, Οκτώβριος 2015