Αρχιτεκτονική τεσσάρων διαστάσεων: Σχεδιάζοντας για τους αστέγους | “αρχιτέκτονες”
Γράφουν οι Μ. Αβραμίδου, Γ. Καζάζη
Η ασφαλής στέγαση αποτελεί αναφαίρετο δικαίωµα κάθε πολίτη. Ωστόσο, το φαινόµενο της έλλειψης στέγης παίρνει µεγάλες διαστάσεις µε βαρυσήµαντο κοινωνικό και οικονοµικό αντίκτυπο. Οι βασικές διαστάσεις της κατοικίας είναι η φυσική, η κοινωνική και η νοµική [1] (τυπολογία ETHOS), ενώ η απουσία τους περιγράφει την έλλειψη στέγης. Παρακάτω επιχειρείται µια σύντοµη αναφορά στο ρόλο του αρχιτέκτονα, αναζητώντας τα µέσα που διαθέτει και το βαθµό ευαισθητοποίησής του.
Τα αίτια της απουσίας κοινωνικής πολιτικής για την κατοικία στην Ελλάδα είναι ποικίλα, αλλά η ανάγκη για την ανάπτυξή της γίνεται ολοένα και πιο επιτακτική. Όσον αφορά την κρατική αντιµετώπιση, η εκτίµηση είναι πως οι κοινωνικές πολιτικές του κράτους είναι ελλιπείς (ανεπάρκεια καταγραφής-αναγνώρισης, περιορισµένη πρόσβαση σε ελάχιστους ξενώνες βραχύχρονης διαµονής και συσσίτια). Επικουρικά στο έργο αυτό δρουν ΜΚΟ και τοπικοί φορείς, παρέχοντας υπηρεσίες προσωρινής στέγασης, διατροφής και κοινωνικής επανένταξης.
Συνάµα, προκύπτει η αµφισβήτηση των ορίων του δηµόσιου χώρου. Οι δηµόσιοι χώροι αποτελούν εξ ορισµού «κοινή ιδιοκτησία», παρ’ όλα αυτά παρατηρoύνται σχεδιαστικοί χειρισµοί που αποτρέπουν την παραµονή ευπαθών κοινωνικών οµάδων στους χώρους αυτούς (αστικός εξοπλισµός, φύτευση, φωτισµός, απουσία αποχωρητηρίων).[2] Ταυτόχρονα καταγράφονται παρεµβάσεις µετασχηµατισµού χώρων µε στόχο την αποµάκρυνση ευάλωτων κοινωνικών οµάδων (People’s Park, Berkley). [3] Αυτό έχει ως αποτέλεσµα τη µείωση προσβασιµότητας –κανένας δηµόσιος χώρος δεν είναι καθόλα δηµόσιος–, [4] µε συνέπεια την υποβάθµιση της ποιότητας του εκάστοτε χώρου. «Ο τόπος αναδύεται από τις ανάγκες των χρηστών και οι χρήστες κινούνται όπως ο τόπος τους το επιτρέπει».[5]] Η πρόκληση στο σχεδιασµό δηµόσιων χώρων είναι η διεύρυνση των ορίων της έννοιας «δηµόσιο/κοινό».
Για µια ολοκληρωµένη αντιµετώπιση του φαινοµένου, απαιτείται η διερεύνηση των ψυχοκοινωνικών αναγκών των ευπαθών αυτών οµάδων. Διακρίνονται δύο βασικοί τρόποι ψυχολογικής αντιµετώπισης («treatment first», «housing first» [6]), που κατ’ επέκταση ορίζουν και βασικά χωρικά χαρακτηριστικά.
Μέχρι σήµερα τέσσερις βασικές οµάδες κτηρίων εξυπηρέτησαν τη στέγαση ευπαθών κοινωνικών οµάδων. Αυτές είναι τα κτήρια φιλοξενίας αστέγων, η υποστηρικτική στέγαση, οι διαµορφωµένοι χώροι εντός ξενοδοχείων και οι άτυπες κατασκηνώσεις. [7] Στην Ελλάδα αναφέρονται κύρια τα λαϊκά υπνωτήρια.[8]
Τα δύο πρώτα εξελίχθηκαν σε κοινωνικές δοµές επανένταξης και τυπολογίες κτηρίων µε ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, και συναντώνται εκτός των ορίων της χώρας µας.
Τα κτήρια φιλοξενίας αποτελούν δοµές επανένταξης µε βραχυχρόνια φιλοξενία αστέγων και στόχο την επανένταξή τους στην κοινωνία. Ο αρχιτέκτονας καλείται να παράσχει τη βάση για την ανάπτυξη της διαδικασίας, µε ειδικό κτηριολογικό πρόγραµµα, αναλύοντας τις ψυχοκοινωνικές ανάγκες των χρηστών, µελετώντας το φως, το χρώµα, τις υφές, και προβλέπει τη διαµόρφωση χώρων για τη συµµετοχή των φιλοξενουµένων σε διάφορες δραστηριότητες. Ένα αντιπροσωπευτικό παράδειγµα είναι το Shelter Home for Homeless στην Παµπλόνα της Ισπανίας.
Στη δεύτερη κατηγορία ανήκουν τα κτήρια υποστηρικτικής στέγασης. Στις δοµές αυτές ο άστεγος ζει µε σχετικό βαθµό ανεξαρτησίας, παρακολουθείται από κάποιον ειδικό και ψάχνει για εργασία. Χαρακτηριστικό παράδειγµα αυτής της κατηγορίας είναι το New Carver Αpartment στο Λος Άντζελες. Μελετώντας παραδείγµατα και από τις δύο κατηγορίες, αντιλαµβανόµαστε πως αναπτύσσεται µια νέα τυπολογία κτηρίου µε βασικό πυρήνα την κεντρική εσωτερική αυλή. Γίνεται κατανοητό πως αυτή η νέα τυπολογία κτηρίων διακρίνεται από έντονη εσωστρέφεια.
Κάποιες από τις παραπάνω κατηγορίες στεγάζονται σε κτηριακά κελύφη που έχουν χάσει τη χρήση τους, αστικά κενά – ετεροτοπίες. Στην Ελλάδα εντοπίζονται αποκλειστικά τέτοια καταλύµατα και χρησιµοποιούνται µόνο ως κτήρια φιλοξενίας αστέγων, προέρχονται από ΜΚΟ, ενώ οι λειτουργίες τους χωροθετούνται άναρχα υπό το κέλυφος.
Στις περιπτώσεις σχεδιασµού κτηρίων της νέας αυτής τυπολογίας, ο ρόλος του αρχιτέκτονα είναι δύσκολος, λόγω του χαµηλού προϋπολογισµού που διαθέτει, της έλλειψης δεδοµένων των χρηστών (διαφορετική ηλικία, φύλο, θρησκεία, ανάγκες κτλ.), αλλά και των προκαταλήψεων που υπάρχουν απέναντι σε αυτήν την κοινωνική οµάδα.[9]
Σε περιπτώσεις όπου ο αρχιτέκτονας δεν διαθέτει θεσµικά τα µέσα για τη συµµετοχή του στην αντιµετώπιση του φαινοµένου, ο ρόλος του καθίσταται ακόµα πιο δύσκολος. Η ευαισθητοποίηση της αρχιτεκτονικής κοινότητας κρίνεται αναγκαία, όπως και η διεκδίκηση της ανάπτυξης ανάλογων υποστηρικτικών δοµών στη χώρα µας παραθέτοντας τα θετικά αποτελέσµατα του έργου ανάλογων δοµών του εξωτερικού. Η διεξαγωγή διαγωνισµών µε προτάσεις για ατοµικά καταφύγια έκτακτης ανάγκης, που στοχεύουν στη βελτίωση της καθηµερινής διαβίωσης στο δρόµο, αποτελεί ένα καλό εναρκτήριο βήµα. Επιπλέον, πτυχιακές εργασίες µε θέµα το σχεδιασµό κοινωνικών δοµών επανένταξης αστέγων, µε µια πιο ολιστική αντιµετώπιση, αποδεικνύουν ότι το ζήτηµα απασχολεί την πανεπιστηµιακή κοινότητα.
Εν κατακλείδι, ιστορικά «η αρχιτεκτονική κινείται ανάµεσα στο φυσικό και κοινωνικό κόσµο, παίρνοντας κάθε φορά µια σαφή στάση απέναντι σε αυτούς… συνδιαλέγεται… ανανεώνεται»[10] και είναι σε θέση να απαντήσει σε κάθε είδους κρίση. Σήµερα ο ρόλος της δείχνει να παραµερίζεται και να κυριαρχεί η οικονοµία και η πολιτική. Σηµαντικό είναι να αποκτήσει και πάλι τον ολιστικό της ρόλο, βοηθώντας έµπρακτα στο σηµερινό τοπίο της «νέας φτώχειας» που βιώνουµε.
Σηµειώσεις
1. FEANTSA, ETHOS – Europian Typology on Homeless and Housing Exclusion, διαθέσιµοστονιστότοπο: http://www.feantsa.org/spip.php?article120
2. Vita Karpuskiene, Jukka Korhonen, Eoin O’Sullivan, Ingrid Sahlin, Antonio Tosi, Agostino Petrillo and Julia Wygnanska, «Homelessness and Exclusion: Regulating Public Space in European Cities», Surveillance & Society 5(3), 2008, σελ. 290-314 (σελ. 296).
3. Matt Vander Ploeg, Rethinking Urban Public Space in the Context of Democracy and Altruism, ερευνητικόπρόγραµµα «Urban Altruism», Calvin College, άνοιξη 2006, www.calvin.edu/~jks4/city
4. Benerjee καιΛουκαίτου-Σιδέρη, Clare Cooper Marcus & Carolyn Francis, People Places: Design Guidelines for Urban Open Space, εκδ. John Wiley & Sons Inc, Καναδάς 1997, σελ. 31.
5. Kawash Samira, «The Homeless Body», Public Culture 10(2), Duke University Studio Press, 1998, σελ. 319-339, σελ. 320.
6. James H. Bray, Helping People without Homes – The Role of Psychologists and Recommendations to Advance Research, Training, Practice, and Policy – Report of the APA Presidential Task Force on Psychology’s Contribution to End Homelessness, διαθέσιµοστο http://www.apa.org/news/press/releases/2010/02/end-homelessness.aspx, σελ. 29-32.
7. Davis Sam, Designing for the Homeless, Architecture that Works, University of California Press, Λονδίνο 2004, σελ. 23-55.
8. Σκιαδάς Γ. Ελευθέριος, «Λαϊκά Υπνωτήρια για τα ναυάγια της ζωής – Η δηµιουργία ειδικών χώρων το 1937 για τους αστέγους», Ο Μικρός Ρωµηός, διαθέσιµο στον ιστότοπο: http://mikros-romios.gr/1640/astegoi/
9. Jill Pable, «Design Response to Homelessness», Implications, v. 4, i.7, σελ. 4.
10. Βρυχέα Άννη, Κατοίκηση και κατοικία – διερευνώντας τα όρια της αρχιτεκτονικής, εκδ. Ελληνικά Γράµµατα, Αθήνα 2003, σελ. 331-339.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην Περιοδική έκδοση “αρχιτέκτονες”, τεύχος 16, Οκτώβριος 2015