Αρχιτεκτονική

Aρχιτεκτονική κληρονομιά: Για μια γόνιμη συμβολήτου σύγχρονου αρχιτέκτονα στη δημιουργική διατήρηση της «μνήμης» | “αρχιτέκτονες”

Βιομηχανική ζώνη Ελευσίνας, πεδίο λαμπρό για τη βιομηχανική αρχαιολογία

Γράφει ο Παναγιώτης Α. Δήμας
Η ενασχόληση µε την αποκατάσταση των µνηµείων δεν είναι πραγµατικότητα της νεότερης ιστορίας µας. Επεµβάσεις αναστηλωτικού τύπου µαρτυρώνται από τη ρωµαϊκή περίοδο στην Ακρόπολη. Η προσπάθεια µεθοδολογικής προσέγγισης του υλικού πολιτισµού ανάγεται στην επαν-οικειοποίηση της αρχαιότητας στα τέλη του 18ου αι. Ύστερα από δύο αιώνες αντικρουόµενων θεωριών, όπως η στυλιστική αποκατάσταση ή το Anti-Restoration Movement, µόλις το 1964 συστήνεται το πρώτο αυστηρά επιστηµονικό «εγχειρίδιο» αποκατάστασης, γνωστό ως «Χάρτης της Βενετίας», ένα κείµενο πάντοτε επίκαιρο, διότι επέτυχε να θέσει διαχρονικές κατευθυντήριες αρχές.

Στη νεότερη ιστορία των αποκαταστάσεων τρία ζητήµατα, πιστεύουµε, παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον:
1. Η διεύρυνση της έννοιας «αρχιτεκτονική κληρονοµιά».
2. Η αναπτυξιακή και επικοινωνιακή δυναµική της.
3. Η βιωσιµοτήτά της που επιτυγχάνεται µέσω της επανάχρησης.

Η σταδιακή µετάθεση του ενδιαφέροντος στα µνηµεία «ήσσονος» σηµασίας υπήρξε νεότερο διακύβευµα της επιστηµονικής κοινότητας και πλέον ο όρος «αρχιτεκτονική κληρονοµιά» περιλαµβάνει όλο το φάσµα της ιστορικής δηµιουργίας αλλά και κατάλοιπα που η προστασία τους φάνταζε αδιανόητη, όπως τα ιστορικά σύνολα, η βιοµηχανική κληρονοµιά, η συµβατικώς καλούµενη «παραδοσιακή» αρχιτεκτονική.

Ταυτόχρονα αναγνωρίζονται δύο νέες προοπτικές της αρχιτεκτονικής κληρονοµιάς:
1. Η δυνατότητα αναπτυξιακής ανασυγκρότησης των ιστορικών περιοχών µε άξονα τον υλικό πολιτισµό.
2. Η βιωµατική εµπειρία που παρέχουν τα αποκατεστηµένα µνηµεία και η επίδρασή της στο ευρύ κοινό.

Ο βαθµός οικειοποίησης του αποκατεστηµένου µνηµείου από το κοινό προκύπτει από την επιτυχία της βιωµατικής εµπειρίας, γεγονός που εξασφαλίζει την επανένταξή του στη συλλογικότητα του τρέχοντος ιστορικού γίγνεσθαι. Η επιτυχία της επέµβασης καθορίζεται µε κριτήριο την κοινωνική λειτουργικότητα, ενώ η επισκεψιµότητα του µνηµείου επηρεάζει άµεσα το µέλλον του, επενεργώντας πολλαπλασιαστικά.

Κατατάσσοντας τις µνηµειακές αξίες σε τρεις βασικές κατηγορίες: πολιτιστικές, συναισθηµατικές, χρηστικές, η µετάβαση γίνεται σταδιακά στην 3η κατηγορία, καθώς γίνεται αντιληπτή η αναπτυξιακή δυναµική της αξιοποίησης του ιστορικού αποθέµατος. Η «επανάχρηση» είναι όρος δηλωτικός της επιθυµίας να παραχθεί αποτέλεσµα που καλύπτει κοινωνικές ανάγκες και µπορεί να εγγυηθεί υπό προϋποθέσεις τη βιωσιµότητα των µνηµείων.

Ποιος ο ρόλος του αρχιτέκτονα στα παραπάνω; Οι αρχιτεκτονικές σπουδές παρέχουν ένα ευρύ πεδίο συνοδευτικών γνώσεων αντλώντας περιεχόµενο από σηµαντικό φάσµα επιστηµών, ενώ ειδικές σπουδές εµπλουτίζουν τις γνώσεις αυτές µε τη µεθοδολογία και πρακτική των αποκαταστάσεων. Εδώ εντοπίζεται ο πρώτος κίνδυνος, που θα τον ονοµάσουµε «παγίδα της σύνθεσης». Η δηµιουργική φύση του αρχιτέκτονα συχνά δυσκολεύεται να αναγνώσει την ειδοποιό διαφορά µεταξύ αποκατάστασης και αρχιτεκτονικού σχεδιασµού. Τα ιστορικά µνηµεία δεν µπορούν να αποτελούν πεδίο συνθετικών πειραµατισµών που στερούνται έµπνευσης από την ιστορικότητά τους, κατά τον ίδιο τρόπο που η επέµβαση δεν µπορεί να τελµατώνεται στο συντηρητισµό του «απολύτως αναγκαίου». Η ισορροπία έγκειται ακριβώς στην επιτυχή αλληλεπίδραση ανάµεσα στην υφιστάµενη ιστορικότητα και στο δυναµισµό ενός σύγχρονου αρχιτεκτονικού χειρισµού, που ακριβώς διεκδικώντας την εκφραστική του αυτονοµία αποφεύγει το σκόπελο της µιµητικής αναπαραγωγής. Αυτό αποτελεί τον ορισµό της «ένταξης», είναι ο αρχιτεκτονικός λόγος που αναδεικνύει το υπάρχον µέσα από γόνιµη, αντιθετική συνύπαρξη.
Ο αρχιτέκτονας σήµερα διαθέτει το υπόβαθρο να πραγµατώσει τα προηγούµενα. Πόσο δελεαστική όµως φαντάζει για εκείνον, την εποχή του «international style», η ενασχόληση µε τα µνηµεία; Αντιλαµβάνεται πόσο συναρπαστική ευκαιρία σχεδιασµού είναι η τοποθέτηση του χθες στο σήµερα; Εδώ ελλοχεύει η «παγίδα της ρήξης». Ο σύγχρονος αρχιτέκτονας διεκδικώντας µια εκφραστική ετερότητα ενδέχεται να απορρίψει την αρχιτεκτονική κληρονοµιά. Η µάχη κατά του µορφολογικού αναχρονισµού έχει κερδηθεί και η συµφιλίωση της σύγχρονης αρχιτεκτονικής µε την ιστορική της κληρονοµιά σηµαίνει την αποδοχή της «παράδοσης» ως µιας αέναης διαδοχής αξιών του αρχιτεκτονικού πολιτισµού. Ο αρχιτέκτονας έχει πολλαπλή ευθύνη: να ανακαλύψει, να τεκµηριώσει, να προστατέψει, να αναδείξει το παρελθόν, και την ίδια στιγµή να παράξει νέο έργο που το διαδέχεται επάξια.

/home/sadaspea/sadas-pea.gr/wp content/uploads/2015/10/pe16 nymfaio

Αφήσαµε για το τέλος το θέµα της µνήµης, από όπου προέρχεται ο όρος «µνηµείο». Δύο, πιστεύουµε, είναι οι µείζονες λειτουργίες της, η παιδευτική και η συναισθηµατική. Η διαχείριση του παρελθόντος συνδέεται µε την πολιτισµική µας παιδεία στο παρόν, εφόσον η επιλογή αφηγήσεων µέσα από µια πολυπλοκότητα ερµηνειών δύναται να διαµορφώσει συλλογική συνείδηση, αναγόµενη σε ιστορικές προσλαµβάνουσες. Θεωρώντας πως ο βαθµός επέµβασης στην αρχιτεκτονική κληρονοµιά –από τη σωστική συντήρηση µέχρι ακόµη τη διδακτική ανακατασκευή– είναι τρόπος επαναπροσδιορισµού του παρελθόντος, τότε η αρχιτεκτονική πράξη της αποκατάστασης αποκτά κοινωνικοπολιτικές προεκτάσεις. Αξίζει να θυµηθούµε πως η σηµερινή εικόνα της Ακρόπολης δεν προέκυψε παρά από ιδεολογική αξιολογική ταξινόµηση των ιστορικών της φάσεων. Ας είναι η ανακληθείσα µνήµη µέσα από την αποκατάσταση γόνιµη, ας δώσει λόγο και στις αποσιωπηθείσες εναλλακτικές αφηγήσεις, προσπαθώντας να ανοίξει την πόρτα σε όλο και µεγαλύτερο κοινό από εκείνο που είχε στο παρελθόν αποκλειστεί.


 

Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην Περιοδική έκδοση “αρχιτέκτονες”, τεύχος 16, Οκτώβριος 2015