Αρχιτεκτονική

Αρχιτέκτονας παιδαγωγός | “αρχιτέκτονες”

Γράφει ο Χρήστος Κούτελης

Ανταποκρινόμενος στο, εξαιρετικά επίκαιρο, θέμα του περιοδικού “αρχιτέκτονες” που αφορά στην «εδώ και τώρα» κατάσταση της αρχιτεκτονικής δραστηριότητας, και ιδιαίτερα αυτής των νεότερων αρχιτεκτόνων, στη χώρα μας εντός της οικονομικής κρίσης, θα ήθελα να επικεντρώσω την προσοχή μας στο ότι αυτή η οικονομική κρίση που προσβάλλει την Ελλάδα είναι, ουσιαστικά, μια παγκόσμια οικονομική κρίση. Η οποία μπορεί μεν να ξεκίνησε στις ΗΠΑ, αλλά στη συνέχεια εξήχθη σκόπιμα προς την Ευρώπη και τελικά επικεντρώθηκε στοχευμένα στην Ελλάδα. Έτσι το ζήτημα της τρέχουσας αδράνειας της εντόπιας αρχιτεκτονικής δραστηριότητας, που οδηγεί στη μετατόπιση από την παραγωγή νέου χώρου στη διαχείριση του ήδη υπάρχοντος, θα πρέπει να εκτιμηθεί ως μια ιδιαιτερότητα και όχι ως κανονική πτυχή του όλου διεθνούς αρχιτεκτονικού γίγνεσθαι. Βέβαια, η συνολική παγκόσμια αρχιτεκτονική παραγωγή νέου χώρου βρίσκεται πλέον και αυτή σαφώς σε μια περιδίνηση. Μιας και, ενώ στον αποκαλούμενο «Δυτικό Κόσμο» αυτή αντιμετωπίζει σοβαρή υποχώρηση, εξαιτίας του ότι κατά τις περασμένες μεταπολεμικές δεκαετίες υλοποιήθηκε ένας τεράστιος κτηριακός όγκος που κάλυψε σχεδόν όλες τις σχετικές ανάγκες (εντός βέβαια των χαρακτηριστικών του καπιταλιστικού συστήματος ζωής), από την άλλη πλευρά, σε άλλες περιοχές, όπως π.χ. στην Ανατολική Ασία, τώρα είναι που η δημιουργία νέου χώρου βρίσκεται στην απόλυτη ποσοτική κορύφωσή της. Έτσι λοιπόν, συγκεκριμένα στη δική μας περίπτωση, η σχεδόν απόλυτη «νέκρωση» της περιοχής εκείνης της αρχιτεκτονικής που ασχολείται με τη μελέτη και την παραγωγή νέου χώρου τα τελευταία χρόνια θα πρέπει να ερμηνευθεί τόσο σύμφωνα με την πολύ άσχημη κατάσταση της οικονομίας της χώρας όσο όμως και με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της νοοτροπίας ζωής στην Ελλάδα που αφορούν τον τρόπο παραγωγής του χώρου, κυριότερο εκ των οποίων είναι η, ιστορικά πάγια, μικροϊδιοκτησία της γης αλλά και γενικότερα των ακινήτων. Γιατί αυτή, καλώς ή κακώς, πλην όμως αναπόφευκτα, δεν επιτρέπει τις όποιες μεγάλες επενδύσεις που θα μπορούσαν να δώσουν νέο αντικείμενο παραγωγής στο αρχιτεκτονικό δυναμικό της χώρας (όπως συνήθως συμβαίνει στις υπόλοιπες δυτικές χώρες). Κάτι το οποίο έχει μάλιστα κι επίσημα διατυπωθεί από αρκετές σχετικές ακαδημαϊκές ερευνητικές εργασίες στο πρόσφατο παρελθόν. Κατά συνέπεια, η εμφάνιση του «αρχιτέκτονα/παιδαγωγού/διαχειριστή του υφιστάμενου δομημένου περιβάλλοντος», είναι όχι μόνο αναπόφευκτη στη χώρα μας αλλά και δικαιολογημένη.

Επιπλέον των προηγουμένων όμως, πιστεύω ότι ο παραπάνω νέος τύπος αρχιτεκτονικής δραστηριότητας μπορεί να αποδειχτεί και ιδιαίτερα ευεργετικός για την ελληνική κοινωνία. Αυτό γιατί το μεγαλύτερο μέρος του εντόπιου δομημένου περιβάλλοντος, δηλαδή οι γνωστές μας ως «εργολαβικές πολυκατοικίες» και «εξοχικές μονοκατοικίες» (εικ. 1), και οι οποίες είναι βέβαια οι κατοικίες των περισσοτέρων από εμάς, αποτελούν πλέον ένα τεράστιο αντικείμενο αρχιτεκτονικής παρέμβασης που ο εν  λόγω τύπος του αρχιτέκτονα/παιδαγωγού/διαχειριστή του χώρου μπορεί να αναλάβει. Αναφέρομαι, στην κυριολεξία, στην προοπτική εκπόνησης εκατοντάδων χιλιάδων, ή και εκατομμυρίων, μελετών νέας εσωτερικής οργάνωσης αλλά και αναμόρφωσης των όψεων αυτού του τεράστιου αριθμού κτηρίων, με σκοπό τη συνολική αναβάθμιση της εικόνας του δομημένου περιβάλλοντος σ’ ολόκληρη τη χώρα! Για να γίνει όμως αυτό εφικτό στην ιδιαίτερη περίπτωσή μας, που χαρακτηρίζεται από εκατομμύρια μικροϊδιοκτήτες ακινήτων, χρειάζεται ακριβώς πλέον ένας τύπος αρχιτέκτονα/παιδαγωγού, γιατί μόνο αυτός είναι σε θέση να πείσει έναν έναν ξεχωριστά τον κάθε ιδιοκτήτη της κάθε μονάδας κατοικίας για κάτι τέτοιο. Φυσικά, οι τρόποι για να επιτευχθεί αυτός ο σκοπός μπορεί να είναι διάφοροι, σίγουρα όμως όλοι οι πιθανοί αυτοί τρόποι θα πρέπει να διέπονται από μια φιλοσοφική και στοχαστική διάθεση, έτσι ώστε –και με τους νέους αρχιτέκτοντες να λειτουργούν σχεδόν σαν αρχαίοι φιλόσοφοι– να μπορούν να πείσουν την ελληνική κοινή γνώμη να το επιθυμεί. Και τότε σίγουρα ο οικονομικός παράγοντας, καθώς για τέτοιες οικοδομικές εργασίες συγκριτικά δεν είνα ιδιαίτερα απαιτητικός, δεν θα αποτελέσει ανυπέρβλητο εμπόδιο.

Και η αλήθεια είναι ότι η αρχιτεκτονική έρευνα στη χώρα μας έχει αρχίσει να πλέον να αναγνωρίζει το όλο αυτό ζήτημα, κάτι στο οποίο και ο υποφαινόμενος θεωρεί ότι συμβάλλει λόγω μιας πολύ σχετικής διδακτορικής διατριβής που εκπονείται από τον ίδιο στο Τμήμα Αρχιτεκτόνων του ΔΠΘ (επίβλεψη: αναπλ. καθ. Μαρία Αναστασίου), με τίτλο: «Η ανεύρετη σχέση μεταξύ του δομημένου περιβάλλοντος κατοικίας, της εικόνας του και της νοοτροπίας ζωής στην Ελλάδα, από τη μεταπολεμική περίοδο έως σήμερα». Εντός αυτής επιχειρείται, για πρώτη φορά, ένας τεκμηριωμένος προσδιορισμός της σχέσης μας με τα κτήρια κατοικίας μας, μέσω μιας διαδικασίας κωδικοποιημένης ερμηνείας της μορφολογίας τους, υπό την έννοια ότι αυτά αποτελούν ένα συλλογικό δημιούργημα της ελληνικής κοινωνίας και όχι μόνο αποτέλεσμα της κερδοσκοπίας κάποιων εργολάβων. Αποσκοπώντας έτσι στο να απομακρύνει την κοινωνία μας από την, ούτως ή άλλως ουτοπική, ιδέα ότι όλα αυτά τα κτήρια «πρέπει να γκρεμιστούν», και οδηγώντας τη στο να επιθυμεί ρεαλιστικά πλέον την αρχιτεκτονική παρέμβαση διαχείρισης του χώρου. Εν κατακλείδι λοιπόν, πρέπει όντως να πιστέψουμε ότι αυτός ο νέος παράλληλος ρόλος του αρχιτέκτονα/ παιδαγωγού/ διαχειριστή του χώρου είναι κάτι δυνητικά ευεργετικό για την ιδιαίτερη περίπτωση της χώρας μας στην εποχή που ξεδιπλώνεται μπροστά μας, κι όχι μια πρόσκαιρη και βοηθητική διαδικασία της εντόπιας αρχιτεκτονικής δραστηριότητας.

 


Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην Περιοδική έκδοση “αρχιτέκτονες”, τεύχος 16, Οκτώβριος 2015