ΕΛΕΜ. Τοποθέτηση για τα Επαγγελματικά Δικαιώματα Μηχανικών
ΕλΕΜ
ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΕΣ
ΘΕΜΑ 3ο: ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ
Συνάδελφοι,
ενόψει των τελευταίων εξελίξεων και κυρίως του θολού τοπίου που έχει δημιουργηθεί με εμπλεκόμενους, σε μία απίθανη κατάσταση lobbing και διαδρομισμού, τόσο το ΤΕΕ και το ΥΠΕΝ όσο και τα ΑΕΙ και οι συλλογικότητες των άλλων ειδικοτήτων (και όχι μόνο αυτών που αφορούν στα ΠΔ), καταθέτουμε τα εξής:
Το ότι εμμένουμε στην απόφαση του ΔΣ του ΣΑΔΑΣ – ΠΕΑ για αποχή από κάθε διάλογο με την κυβέρνηση δεν σημαίνει ότι πέραν αυτού δεν μπορούμε να διαβουλευόμαστε στα διάφορα επιστημονικά ή συνδικαλιστικά φόρα, όπως δεν μπορεί επουδενί να σημαίνει ότι ο ΣΑΔΑΣ – ΠΕΑ δεν έχει επεξεργασμένες προτάσεις για το ζήτημα, γεγονός που πληροφορούμαστε ότι διασπείρεται ευρέως όχι μόνο από τις άλλες ειδικότητες αλλά και από συναδέλφους αρχιτέκτονες.
Δυστυχώς, είμαστε υποχρεωμένοι να υπενθυμίσουμε ότι στην προηγούμενη θητεία η σχετική αρμόδια επιτροπή του ΣΑΔΑΣ – ΠΕΑ ήταν μακράν η πρώτη, μεταξύ των άλλων ειδικοτήτων, που μελέτησε και έγκαιρα κατέθεσε σχετική εισήγηση στο ΔΣ του συλλόγου, για την οποία η σχετική Αντιπροσωπεία του ΣΑΔΑΣ – ΠΕΑ δεν πήρε ποτέ καμία απόφαση, με ευθύνη και του σημερινού συσχετισμού δυνάμεων των παρατάξεων στο ΔΣ, με αποτέλεσμα ο Σύλλογος να σέρνεται επί δύο και πλέον χρόνια πίσω από τις εξελίξεις χωρίς συντεταγμένη θέση για ένα από σημαντικότερα ζητήματα του κλάδου και ειδικότερα για τα επαγγελματικά δικαιώματα των αρχιτεκτόνων ελευθέρων επαγγελματιών.
Για τον λόγο αυτό εισηγούμαστε προς ψήφιση από την Α/ΣΑΔΑΣ-ΠΕΑ την απόφαση της 15.02.2016 του ΔΣ του ΣΑΔΑΣ – ΠΕΑ, που υιοθετεί ως κείμενο βάσης ΓΙΑ ΤΑ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΩΝ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΩΝ, το κείμενο της ΕΕΕ Αρχιτεκτόνων του ΤΕΕ, προ των παρεμβάσεων των υπευθύνων της ΔΕ του ΤΕΕ, και την δραστηριοποίηση του συλλόγου στην κατεύθυνση της προάσπισης των αρχών που περιγράφονται ειδικότερα κατωτέρω και θέτοντας υπόψη του σώματος την βασική αρχή για την ΕλΕΜ, αυτή των μεταβατικών διατάξεων.
Προτεινόμενες Μεταβατικές Διατάξεις
Η ΕλΕΜ δεν συζητά και θα αντιταχθεί με κάθε τρόπο σε οποιαδήποτε αλλαγή και όποτε αυτή συντελεστεί στο πλαίσιο των επαγγελματικών δικαιωμάτων Πολιτικών Μηχανικών, Αρχιτεκτόνων, Τοπογράφων και των λοιπών ειδικοτήτων, που θα θίγει οποιοδήποτε και καθ’ οιονδήποτε τρόπο τα, καλώς ή κακώς, βασικά κατοχυρωμένα από χρόνια επαγγελματικά δικαιώματα που αφορούν:
- στους εν ενεργεία μηχανικούς,
- τους φοιτητές των αντίστοιχων Ανωτάτων Σχολών και
- τους μαθητές των δύο τελευταίων ετών της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης που προετοιμάζονται για τις αντίστοιχες σχολές,
μέχρι το τέλος της επαγγελματικής τους σταδιοδρομίας.
Η ισχύς της όποιας θεσμικής παρέμβασης πρέπει να χαίρει μεταβατικών διατάξεων ισχύος από 6 έως 8 χρόνια και τα όποια νέα επαγγελματικά δικαιώματα να αφορούν μόνο αυτούς που θα ασκήσουν το επάγγελμα από εκεί και πέρα, γνωστών στους ίδιους τους νέους και τις οικογένειές τους από την περίοδο του επαγγελματικού τους προσανατολισμού.
Υπό την ανωτέρω αρχή, που αποτελεί για την ΕλΕΜ προϋπόθεση διαλόγου, η κατευθυντήρια γραμμή μας είναι: «ο καθείς εφ’ ώ ετάχθη».
Αποδίδονται επαγγελματικά δικαιώματα – αυτά και μόνο – που αφορούν στο γνωστικό αντικείμενο κάθε ειδικότητας, μέσα από 5ετή αδιάσπαστο κύκλο σπουδών, στην βάση των γενικών και των ειδικών γνώσεων που απαιτούνται για την απόκτηση του Διπλώματος Ανωτάτης Σχολής. Δεν αποδίδονται γενικά ή ειδικά περαιτέρω επαγγελματικά δικαιώματα επί τη βάσει των οποιωνδήποτε μεταπτυχιακών σπουδών όπως: σεμινάρια, επιμορφώσεις, εξειδικεύσεις, μάστερ, διδακτορικά κτλ.
Ειδικότερα για τα Επαγγελματικά Δικαιώματα
Συνάδελφοι,
Οι Αρχές Άσκησης του Επαγγέλματος του Μηχανικού καθορίζονται από τη νοµοθεσία, τους κώδικες δεοντολογίας και άλλους κανονισμούς που ρυθµίζουν την επαγγελµατική συμπεριφορά.
Ως προς τους αρχιτέκτονες, σε ευρωπαϊκό επίπεδο έχει θεσπιστεί η αρχή της αυτόματης αναγνώρισης των εκπαιδευτικών τίτλων (άρθρο 21 οδηγίας 2005/36/ΕΚ), σύμφωνα με την οποία κάθε κράτος υποδοχής οφείλει να αναγνωρίζει τους τίτλους εκπαίδευσης αρχιτέκτονα που αναφέρονται στο Παράρτημα V.7, σημείο 5.7.1. Στην Ελλάδα, σε κανονιστικό επίπεδο, στις 25/05/2010 τέθηκε σε ισχύ το πδ 38/2010 (Προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας στην Οδηγία 2005/36/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 7ης Σεπτεμβρίου 2005, σχετικά με την αναγνώριση των επαγγελματικών προσόντων).
Κατ’ αυτή την έννοια και δεδομένου ότι στο παράρτημα καταγράφονται τα πανεπιστήμια των κρατών μελών (μεταξύ των οποίων και τα Ελληνικά) τα οποία χορηγούν τίτλους Αρχιτέκτονα που θεωρούνται, υπό προϋποθέσεις, αναγνωρισμένοι σε όλα τα κράτη μέλη, βάσει της οδηγίας γίνεται σαφές ότι σε κοινοτικό επίπεδο έχουν καταγραφεί οι όροι και οι προϋποθέσεις με τους οποίους τα πανεπιστήμια χορηγούν τίτλους Αρχιτέκτονα.
Αξίζει να επισημανθεί εδώ λοιπόν ότι το «επάγγελμα» του Αρχιτέκτονα ή οι «υπηρεσίες» Αρχιτέκτονα διέπονται πανευρωπαϊκά από ένα ειδικότερο θεσμικό πλαίσιο σε σχέση με τις λοιπές υπηρεσίες και ειδικότητες Μηχανικού. H κατοχύρωση του επαγγέλματος του Αρχιτέκτονα και η προάσπιση των επαγγελματικών δικαιωμάτων του όμως, αποτελεί παράλληλα και ζήτημα του εσωτερικού δικαίου, μπορεί δηλ. να ρυθμιστεί νομοθετικά από το Εθνικό μας Δίκαιο στο βαθμό που δε θίγεται η οδηγία. Η ίδια η οδηγία αναφέρει ότι εναπόκειται στην εθνική νομοθεσία του κράτους μέλους υποδοχής να καθορίσει τον τομέα δραστηριοτήτων του επαγγέλματος του αρχιτέκτονα.
Ωστόσο, η ρητή αναφορά του άρθρου 46 της οδηγίας περιγράφει με απόλυτο τρόπο τις βασικές αρχές του γνωστικού αντικειμένου των Αρχιτεκτόνων οι οποίες προφανώς αντανακλούν, σε εθνικό επίπεδο, σε ορισμένους και μόνο τίτλους σπουδών.
Οι σπουδές του Αρχιτέκτονα έχουν ως κεντρικό αντικείμενό τους το σχεδιασμό, το συνθέτειν των επιμέρους γνώσεων προς ένα συνολικό σύστημα αντίληψης, και τους τρόπους υλοποίησης όσων αυτός προβλέπει. Για την κατάκτηση της συνθετικής γνώσης η Αρχιτεκτονική χρησιμοποιεί, πέραν του επαγωγικού και παραγωγικού συλλογισμού, την απαγωγή, τη σχηματοποίηση, τη φαντασία και την ενόραση, γνωστικές διαδικασίες που διδάσκονται μόνο μέσω της επεξεργασίας συνθετικών θεμάτων αποκλειστικά στις αρχιτεκτονικές σχολές. Δε γίνεται, επομένως, αποδεκτή οποιαδήποτε ρευστοποίηση των επαγγελματικών δραστηριοτήτων του Αρχιτέκτονα Μηχ., οποιοσδήποτε κατακερματισμός του γνωστικού του αντικειμένου, σε οποιαδήποτε κλίμακα χώρου – αντικειμένου.
Με το «εθιμικά» ισχύον σήμερα καθεστώς, η Ελληνική κυβέρνηση και τα όργανα που ασκούν διοίκηση στην Ελλάδα στερούν την ελληνική κοινωνία από την εφαρμογή της κοινοτικής οδηγίας παρακάμπτοντας τις αρχές της ίσης μεταχείρισης των πολιτών της Ε.Ε.
Γιατί η ελληνική διοίκηση, μέχρι και σήμερα, θεωρεί ότι η σχετική οδηγία δε θίγει τα επαγγελματικά δικαιώματα άλλων ειδικοτήτων να ασκούν ελεύθερα τη δραστηριότητα του Αρχιτέκτονα στο εσωτερικό της χώρας !!!
Δηλαδή, το πρόβλημα που αντιμετωπίζουμε σήμερα με την προάσπιση των επαγγελματικών δικαιωμάτων του Αρχιτέκτονα δεν αφορά στο εξωτερικό (όπου οι απόφοιτοι των αναγνωρισμένων και μόνο Σχολών Αρχιτεκτονικής δικαιούνται να ασκούν – με αυτόματη αναγνώριση – το επάγγελμα του Αρχιτέκτονα αλλά στο εσωτερικό. Εάν δηλ, πχ. απόφοιτος ΤΕΙ ή απόφοιτος ΕΜΠ τμήματος ΑΤΜ δεν μπορεί να ασκήσει τα επαγγελματικά δικαιώματα του Αρχιτέκτονα στα υπόλοιπα κράτη – μέλη, καθώς δε συμπεριλαμβάνεται ο τίτλος σπουδών στο σχετικό παράρτημα V.7 της οδηγίας 2005/36/ΕΚ, προφανώς κατά παράβαση της οδηγίας ασκεί το επάγγελμα του Αρχιτέκτονα στην Ελλάδα.
Αξίζει να σημειωθεί ότι, ειδικά στο πεδίο των κτιριακών και δομικών έργων, απαιτείται η συνέργεια, συμμετοχή, συνεργασία και αλληλοβοήθεια πολλών Μηχανικών διαφορετικών ειδικοτήτων. Από το πδ 696/1974, στο δεύτερο βιβλίο του (βλ. προδιαγραφές κτιριακών έργων), προκύπτει με σαφήνεια ο σημαντικός ρόλος κάθε ειδικότητας με τη συμμετοχή και συνεισφορά της (κάθε μιας) στο σύνολο του έργου. Το κάθε ειδικό αντικείμενο ασκείται αποκλειστικά από το αντίστοιχο κλάδο. Η αντίστοιχη προς τις γνώσεις κατανομή επαγγ. αρμοδιοτήτων/δικαιωμάτων είναι προς το συμφέρον τόσο της κοινωνίας, όσο και των ίδιων των μηχανικών όλων των κλάδων.
Με την ψήφιση του νόμου 4254/2014 με τίτλο: «Μέτρα στήριξης και ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας στο πλαίσιο εφαρμογής του ν. 4046/2012 και άλλες διατάξεις» και με βάση τις υποπαραγράφους: ΣΤ.23: ΠΡΟΣΟΝΤΑ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΩΝ ΗΛΕΚΤΡΙΚΩΝ ΚΑΙ ΜΗΧΑΝΟΛΟΓΙΚΩΝ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΕΩΝ ΙΓ.12: ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΙΚΟΥ ΜΗΧΑΝΙΚΟΥ, ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΟΣ ΚΑΙ ΤΟΠΟΓΡΑΦΟΥ το επάγγελμα του μηχανικού αναθεωρείται ριζικά.
Για τις ρυθμίσεις που επαγγέλλονται και οι δύο υποπαράγραφοι προβλέπουν την έκδοση Προεδρικών Διαταγμάτων τα οποία προκύπτουν μετά από εισήγηση (Υποπαράγραφος Στ23) ή σύμφωνη γνώμη (Υποπαράγραφος ΙΓ.12) του ΤΕΕ. Το θετικά στοιχεία της εισαγωγής της σύνδεσης του δικαιώματος με το γνωστικό αντικείμενο, τίθενται υπό αίρεση με τις προβλέψεις του άρθρου 4. Με τον τρόπο που ο συγκεκριμένος νόμος ορίζει την έννοια της μηχανικής, καταργείται η απαίτηση του είδους της εκπαίδευσης και των χαρακτηριστικών του μηχανικού που είχαν συσχετιστεί με την συνταγματική επιταγή της δημόσιας ασφάλειας και του δημοσίου συμφέροντος. Η πρόβλεψη του νόμου για σύμφωνη γνώμη του ΤΕΕ στη διαμόρφωση των νέων όρων άσκησης του επαγγέλματος του μηχανικού, θα έπρεπε να αξιοποιηθεί με τον καλύτερο δυνατό τρόπο στην κατεύθυνση της αποκατάστασης της συνταγματικής νομιμότητας.
Στη διάρκεια των πρόσφατων συναντήσεων των ειδικοτήτων στο ΤΕΕ, από την ειδικότητα των Αρχιτεκτόνων επισημάνθηκαν επανειλημμένα οι κίνδυνοι που εμπεριέχονται στην επικρατούσα, στους συντονιστές από πλευράς ΤΕΕ και σε πολλές από τις λοιπές ειδικότητες, προσέγγιση, για το σύνολο του κλάδου των μηχανικών (αλληλοδιείσδυση στα επαγγελματικά δικαιώματα των επιμέρους κλάδων αντί για την ανάπτυξη της διεπιστημονικής συνεργασίας, άνοιγμα χωρίς επιστημονική τεκμηρίωση και συνακόλουθη υποβάθμιση του επαγγέλματος, διακύβευση των αρχών προάσπισης του δημοσίου συμφέροντος, κλπ.).
Παράλληλα δηλώθηκε ότι εάν η συζήτηση συνεχίσει στο ίδιο κλίμα όπου:
- καταγράφεται απλά η σημερινή πραγματικότητα στην άσκηση των επαγγελματικών μας δραστηριοτήτων
- δε γίνεται ουσιαστική σύνδεσή τους με τη βαρύτητα του εκάστοτε γνωστικού αντικειμένου στο Πρόγραμμα Σπουδών κάθε ειδικότητας και
- δεν εξυπηρετείται η θεραπεία όσων ταλανίζουν τον κλάδο με τις επιπτώσεις τους στην ελληνική κοινωνία, εδώ και δεκαετίες
- διακινδυνεύοντας έτσι (με δεδομένες τις σύγχρονες απαιτήσεις) τη νομοθετική κατοχύρωση των επαγγελμάτων μας αλλά και την ίδια την υπόσταση των Σχολών μας (που θα κινδυνεύσουν με συγχωνεύσεις)
οι Αρχιτέκτονες δεν θα έχουν άλλη επιλογή από το να αποσυρθούν από τη συγκεκριμένη διαδικασία.
Κομβικά σημεία των εισηγήσεων της ειδικότητας των Αρχιτεκτόνων είναι τα παρακάτω:
Αναγκαία και ικανή συνθήκη της συμμετοχής των Αρχιτεκτόνων στο στόχο της επίτευξης «consensus» μεταξύ όλων των ειδικοτήτων των μηχανικών είναι ο περιορισμός της πρόσβασης στην επαγγελματική δραστηριότητα της Αρχιτεκτονικής Μελέτης και Επίβλεψης μόνο σε όσους διαθέτουν αναγνωρισμένο, ισότιμο και αντίστοιχο, τίτλο αρχιτέκτονα και κανέναν άλλο.
Σε όλες τις άλλες επαγγελματικές δραστηριότητες του Αρχιτέκτονα συζητείται η διαβαθμισμένη συνέργεια ειδικοτήτων ανάλογα με το γνωστικό τους υπόβαθρο (Πρόγραμμα Σπουδών). Ο συντονισμός εξαρτάται από το εκάστοτε αντικείμενο μελέτης / υλοποίησης και τη σχέση του με τις καθορισμένες επαγγελματικές δραστηριότητες των διαφορετικών ειδικοτήτων με γνώμονα, πάντα, την προάσπιση του δημοσίου συμφέροντος.
Το γνωστικό αντικείμενο του Αρχιτέκτονα Μηχανικού αποτελεί αυτόνομο επιστημονικό και τεχνικό πεδίο. Ο τρόπος που είναι διαρθρωμένο δεν εισάγει την έννοια της εξειδίκευσης. Ο ενιαίος πενταετής κύκλος σπουδών είναι αδιάσπαστος και αποτελεί τη βάση για να πληρούνται τα 11 κριτήρια / προϋποθέσεις των Διεθνών Προτύπων για την άσκηση της δραστηριότητάς του (ο.π., άρθρο 46 της Οδηγίας 2005/36/ΕΚ όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 46/2 της Οδηγίας 2013/55/EU). Η απόκτηση εξειδίκευσης προϋποθέτει την περάτωση γενικών αρχιτεκτονικών σπουδών 300ECTS και έπεται αυτών.
Η όποια πιστοποίηση προσόντων για απόδοση Επαγγελματικών Δικαιωμάτων που αντιστοιχούν σε κατακτημένο γνωστικό αντικείμενο του Αρχιτέκτονα Μηχανικού, είναι ανεπίτρεπτη.
Η Πρόσβαση στις επαγγελματικές δραστηριότητες του Αρχιτέκτονα Μηχανικού όσων κατέχουν εν μέρει το γνωστικό του αντικείμενο, προϋποθέτει την ολοκλήρωση του κύκλου εκπαίδευσής τους που θα αποδεικνύεται και μέσα από τη διαδικασία μιας εξέτασης δομημένης στη λογική της πλήρωσης των 11 κριτηρίων των Διεθνών Προτύπων και που δε θα αμφισβητεί το ήδη κατακτημένο γνωστικό τους αντικείμενο. Με γνώμονα πάντα την αρχή ότι η τεχνική εμπειρία δεν αντικαθιστά την ακαδημαϊκή γνώση, όπως και ότι η μεταπτυχιακή εξειδίκευση δεν αντικαθιστά τη βασική προπτυχιακή παιδεία, η απαιτούμενη επιπρόσθετη τριτοβάθμια εκπαίδευση προκύπτει με βάση την αντιπαραβολή του γνωστικού αντικειμένου που έχει ήδη κατακτηθεί με αυτό του διπλωματούχου Αρχιτέκτονα Μηχανικού.
ΕλΕΜ – Αρχιτέκτονες
24.02.2016