1ο Βραβείο Διεθνούς Αρχιτεκτονικού Διαγωνισμού για το “ΝΕΟ ΜΟΥΣΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ” σε ελληνικό αρχιτεκτονικό γραφείο
ΝΕΟ ΚΥΠΡΙΑΚΟ ΜΟΥΣΕΙΟ
1ο Βραβείο Διεθνούς Αρχιτεκτονικού Διαγωνισμού
Αρχιτεκτονική μελέτη: Θεώνη Ξάνθη – XZA architects
με τους Θοδωρή Ανδρουλάκη, Σπύρο Γιωτάκη, Μαργαρίτα Ζακυνθινού-Ξάνθη
Ο ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ
Ο Διεθνής Αρχιτεκτονικός Διαγωνισμός διήρκησε 8 μήνες και ήταν δύο φάσεων. Στην πρώτη φάση, ανάμεσα σε 129 διεθνείς συμμετοχές, προκρίθηκαν 7 προτάσεις, ενώ στη δεύτερη διαγωνιστική φάση μεταξύ των 7 επιλέχτηκαν τα 3 βραβεία. Η 9μελής επιτροπή, στην οποία συμμετείχαν ο Sir Peter Cook και ο Ηλίας Ζέγγελης, απένειμε:
1ο βραβείο στη Θεώνη Ξάνθη, από την Ελλάδα,
2ο βραβείο στον Pedro Pitarch Alonso από την Ισπανία, και
3ο στον Paul Kaloustian από το Λίβανο.
Η κατασκευή του νέου Αρχαιολογικού Μουσείου Κύπρου ήταν αποτέλεσμα μακρόχρονης προετοιμασίας και εκτεταμένου δημόσιου διαλόγου.
Το κτήριο, επιφάνειας περίπου 40.000 τ.μ. και προϋπολογισμού 75.000.000 €, θα υλοποιηθεί σε δύο στάδια. Περιλαμβάνει, πέρα από τις μόνιμες Εκθέσεις, χώρους περιοδικών Εκθέσεων, Εκπαιδευτικών Εργαστηρίων, Εργαστήρια Συντήρησης, Αποθήκες Αρχαιολογικού Υλικού, τις εγκαταστάσεις του Τμήματος Αρχαιοτήτων, Βιβλιοθήκη, Αμφιθέατρο 300 θέσεων, χώρο 380 θέσεων στάθμευσης καθώς και τη διαμόρφωση μιας μεγάλης υπαίθριας έκτασης που αρχίζει μπροστά από το Κυπριακό Κοινοβούλιο και εκτείνεται μέχρι τον Πεδιαίο Ποταμό.
Η ΠΡΟΤΑΣΗ
Η κομβικότητα της θέσης, ανάμεσα στις πράσινες περιοχές της πόλης αλλά και σημαντικά δημόσια κτίρια, υπήρξε αφετηρία έμπνευσης όχι μόνο για ένα ανοιχτό κτίριο που επικοινωνεί με την πόλη αλλά και για έναν ευρύ αστικό και περιβαλλοντικό σχεδιασμό που θα λειτουργήσει ενοποιητικά, και θα αναβαθμίσει το αστικό περιβάλλον της Λευκωσίας.
Η πρόθεσή για την ανάδειξη των αρχαιολογικών ευρημάτων από την εκσκαφή και το παρελθόν στο φως και τον παρόντα χρόνο, οδήγησε και στην ανάδυση του μουσείου από το έδαφος. Η υπερύψωση αυτή επέτρεψε να ελευθερωθεί το επίπεδο του εδάφους για να διαμορφωθεί ο μεγάλος δημόσιος χώρος της πόλης.
Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα τη δημιουργία ενός νέου περιβάλλοντος που το συνθέτουν τρεις οριζόντιες ζώνες οι οποίες και διαμορφώνουν τη νέα Στρωματογραφία του χώρου.
Η πάνω ζώνη με το αιωρούμενο σώμα του μουσείου, τη μόνιμη έκθεση
Η ενδιάμεση ζώνη που δέχεται την πόλη και
Η ζώνη του εδάφους, του Ποταμού που παραλαμβάνει τις καθημερινές λειτουργίες.
Στην πάνω ζώνη, η αρχιτεκτονική πρόταση προσέγγισε το περιεχόμενο της μόνιμης έκθεσης διαχωρίζοντάς το σε τρεις χωρικές και νοηματικές ενότητες.
Τον ΤΟΠΟ που διηγείται την Προϊστορία, από την πρώιμη κατοίκηση του νησιού μέχρι την εποχή του Χαλκού και εστιάζει στη σχέση των κατοίκων με τη γη και τις πηγές της.
Τη ΘΑΛΑΣΣΑ, που αναφέρεται στη αδιάλειπτη σχέση του νησιού με το θαλάσσιο στοιχείο και Τον ΚΟΣΜΟ που διηγείται τους Ιστορικούς χρόνους των Κυπριακών βασιλείων μέχρι το τέλος της Αρχαιότητας, εστιάζοντας στις μετακινήσεις και τις αλληλεπιδράσεις του μεσογειακών πολιτισμών.
Η μουσειολογική αυτή προσέγγιση παρήγαγε την ιδέα των τριών διακριτών όγκων, που θα φιλοξενήσουν το περιεχόμενο των συλλογών, προτείνοντας παράλληλα με τη χρονολογική μια σειρά εναλλακτικών και διαδραστικών μεθόδων αφήγησης και βιωματικής αντίληψης.
Στο επίπεδο της Πόλης, μια αλληλουχία διαβαθμισμένων ποιοτήτων επιτρέπει τη βίωση του κτιρίου με διαφορετικούς τρόπους. Αρχίζει με την Κεντρική πλατεία που αναφέρεται και στο κοινοβούλιο και συνεχίζει με την υπαίθρια περιοχή της στεγασμένης εισόδου που εξελίσσεται σε ένα κατακόρυφο αίθριο. Η είσοδος επιτρέπει τις φυγές μέχρι τη φυτεμένη πλατφόρμα των υπαίθριων εκθέσεων, που καταλήγει στο νέο πάρκο του ποταμού.
Στο επίπεδο του Ποταμού, μια μικρή ισόγεια πόλη συσπειρώνεται γύρω από το αίθριο του μουσείου, φιλοξενώντας τις καθημερινές και δημόσιες λειτουργίες. Περίπατοι και πολιτιστικές διαδρομές φτάνουν μέχρι την κοίτη του ποταμού.
Η κατασκευή του μουσείου έρχεται να συνδυάσει την τεχνολογική ακρίβεια και την παραμετροποίηση του κελύφους με την γήινη υπόσταση της υφής και την εικόνα του πλαστικού τεχνήματος, γεγονός που καθορίζει εντέλει τη μοναδικότητα της μορφικής και αισθητικής του παρουσίας.
Η στατική επίλυση επιτρέπει στους όγκους του μουσείου να αιωρούνται πάνω από το έδαφος στηριζόμενοι σε δύο ακραίους ισχυρούς πυρήνες, χρησιμοποιώντας όλο το ύψος των όψεων ως στατικό φορέα. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα να αποφεύγονται τα ενδιάμεσα υποστυλώματα και το ισόγειο να αποδίδεται στην πόλη ελεύθερο για να φιλοξενήσει κάθε δραστηριότητα. Παράλληλα, οι εκθεσιακοί χώροι, ελεύθεροι από υποστυλώματα, επιτρέπουν την άνετη και ευέλικτη διάταξη του περιεχομένου των εκθέσεων.
Ο βιοκλιματικός – ενεργειακός σχεδιασμός καθώρισε γεννεσιουργά την αρχιτεκτονική του κτηρίου εκμεταλλευόμενος τα κλιματικά δεδομένα και δίνοντας βάρος στο φυσικό δροσισμό μέσω των θερινών ΒΔ ανέμων, των σκιάσεων και του μικροκλίματος, με στόχο τη δημιουργία σκιασμένων και δροσερών χώρων στο άμεσο περιβάλλον του μουσείου. Το διπλό κέλυφος των όγκων , ένα φωτοβολταικό σύστημα μεγάλης αποδοτικότητας και ένα μηχανολογικό σύστημα προοδευτικής παρακολούθησης των μεταβολών του περιβάλλοντος ενισχύουν την ενεργειακή απόδοση.
Στόχος της πρότασης μια εγκατάσταση, που θα συμβάλλει στην αναδιάταξη και αναζωογόνηση του αστικού περιβάλλοντος της Λευκωσίας. Ένα νέο πεδίο πολιτισμού και κοινωνικών δραστηριοτήτων και παράλληλα μία κοιτίδα ανάδειξης και προβολής του ιδιαίτερου εθνικού και διαπολιτισμικού χαρακτήρα της Κυπριακής Αρχαιολογίας.